|
Έπειτα από μια καταιγιστική χειμερινή περίοδο, τουλάχιστον για την ελληνική πεζογραφία, η άνοιξη δεν έχει για την ώρα –μέσα Ιουνίου– φέρει τη συνήθη πλημμυρίδα μυθιστορημάτων. Ως εκ τούτου, στον σχολιασμό μας για τα βιβλία της άνοιξης θα αναφερθούμε, μοιραία, και σε μεταφρασμένα βιβλία.
Στην ανοιξιάτικη ελληνική πεζογραφία το “βαρύ πυροβολικό” ήταν, το δίχως άλλο, το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Θέμελη Μια ζωή δύο ζωές (Κέδρος). Ο Θέμελης, με χιλιάδες αναγνώστες και αναγνώστριες να τον ακολουθούν πιστά από βιβλίο σε βιβλίο, έκανε ένα εντυπωσιακό ντεπούτο προ δεκαετίας με την Αναζήτηση, την οποία ακολούθησε μια σχεδόν εφάμιλλη Ανατροπή, για να πάρει στη συνέχεια, με αργούς ρυθμούς στην αρχή, με γρηγορότερους στη συνέχεια, την κατιούσα. Τα πρόσωπα-ιδεότυποι, οι κοινοτοπίες, τα προκαθορισμένα θεωρητικά-πολιτικά σχήματα που “φοριούνται” στενός κορσές στην πλοκή, ήταν στοιχεία υπαρκτά σε όλα τα μυθιστορήματα του Θέμελη. Συνυπήρχαν ωστόσο με μια γλωσσική ευφορία και πληθωρικότητα που δεν τα άφηνε να έρθουν σε πρώτο πλάνο. Στο Μια ζωή δύο ζωές η παρουσία τους είναι πια αφόρητη: ο Οδυσσέας Πολίτης αναδεικνύεται σ΄ έναν από τους πιο βαρετούς και προβλέψιμους μυθιστορηματικούς ήρωες των τελευταίων χρόνων. Ποιο είναι το χειρότερο χαρακτηριστικό του; Είναι, μέσα στην απλοϊότητά του, αφόρητα “κουλτουριάρης”. Στο κεντρικό του δίλημα –να απατήσω ή όχι τη γυναίκα μου με μια νεότερη;– προσπαθεί να δώσει διαστάσεις εθνικής τραγωδίας, αποτυχίας του εκσυγχρονισμού, οπισθοδρόμηση της χώρας στον σκοταδισμό της καθ’ υμάς Ανατολής.
Στους αντίποδες του Θέμελη, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος κάνει ένα ακόμη βήμα συγγραφικής ωριμότητας(είχε προηγηθεί το Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα). Με το Αριστερό χέρι της Αφροδίτης (Ωκεανίδα) καταφέρνει να κατακτήσει ένα δικό του ύφος που συνδυάζει την ιστορική έρευνα με τη μυθοπλαστική εφευρετικότητα. Αυτή τη φορά μάλιστα έχει στη φαρέτρα του μια θαυμάσια ιστορία, την ιστορία της ανακάλυψης της Αφροδίτης της Μήλου. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία, να πούμε ότι το εν λόγω άγαλμα βρέθηκε παραμονές της Επανάστασης, το 1820, στο χωράφι ενός χωρικού ονόματι Γιώργος Κεντρώτας, στη Μήλο. Η εμφάνισή του κινητοποίησε τόσο τις Οθωμανικές αρχές, όσο και μια σειρά γάλλους αξιωματούχους που, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ήθελαν να βάλουν στο χέρι το πολυπόθυτο γλυπτό. Ο Θεοδωρόπουλος στήνει την ιστορία του σαν μια αστυνομική ίντριγκα, δίχως βέβαια παραχωρήσεις σε ανιστόρητες συνομωσιολογίες. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του μπαίνει η πρόσληψη ενός αρχαίου γλυπτού από τη Δύση του 19ου αιώνα, έναν κόσμο έτοιμο να ανακαλύψει ένα ακόμη αριστούργημα που θα κοσμούσε τα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης – στην περίπτωση, το Λούβρο. Ακόμη βαθύτερα, πραγματεύεται τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους κατασκευάζεται η ιστορική αφήγηση, τις διαδικασίες με τις οποίες η μνήμη ενός δοξασμένου παρελθόντος επηρεάζει τους τρόπους ανάγνωσης του παρόντος.
Ο κατά πολύ νεότερος Δημήτρης Σωτάκης, από την άλλη, σκαρώνει ιστορίες στις οποίες η ιστορική διάσταση απουσιάζει εντελώς. Στον Άνθρωπο Καλαμπόκι (Κέδρος) η μετακαφκική προβληματική που είχε αναπτύξει στο προ διετίας βιβλίο του, η Παραφωνία, οδηγείται στα άκρα της: ένας παράξενος τύπος, που πιστεύει ότι τα πάντα, κυριολεκτικά τα πάντα, εξαρτώνται από το αραβοσίτι, μετατρέπεται σταδιακά σε μεταμοντέρνο γκουρού. Ο Σωτάκης δείχνει κι εδώ, ίσως με πιο δραστικό τρόπο από τα προηγούμενα βιβλία του, ότι έχει την ικανότητα να “στήνει” κόσμους από το μηδέν, μυθοπλαστικά σύμπαντα που κινούνται ελαφρώς παράλληλα από την πραγματικότητα, δίχως ωστόσο να αποκόπτονται εντελώς από αυτή. Στον Άνθρωπο Καλαμπόκι επιπλέον μπορεί κανείς να δει στοιχεία μιας κριτικής ενάντια στην ανάδειξη της ασημαντότητας σε κεντρικό ζήτημα (καθημερινά βλέπουμε τέτοιες ιστορίες), όσο κι αν ο συγγραφέας βλέπει τον ήρωά του και τις μισανθρωπικές του εξάρσεις με συμπάθεια.
Σε μια άλλη προοπτική, με όχημα τα κλισέ του αστυνομικού μυθιστορήματος και του θρίλερ, στήνει ο Δημήτρης Μαμαλούκας (από τους “ειδικευμένους” στην αστυνομική πλοκή έλληνες συγγραφείς) το δικό του μυθιστόρημα, τη Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημήτριου Μόστρα (Καστανιώτης). Στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας παθιασμένος έλληνας βιβλιόφιλος είχε δημιουργήσει στην Ιταλία μια βιβλιοθήκη γεμάτη κώδικες, χειρόγραφα και σπάνια βιβλία, έναν θησαυρό που χάθηκε στο χρόνο παίρνοντας μαζί του και τις λύσεις σε διάφορα μυστήρια. Χρόνια μετά, ένας ανάπηρος συλλέκτης κι ένας ελληνοϊταλός έμπορος βιβλίων πιστεύουν ότι έχουν βρει το κλειδί για τους χαμένους τόμους. Οι απαντήσεις σε όλα αυτά –αν υπάρχουν–, στους βροχερούς δρόμους της Ρώμης και στα κανάλια της Βενετίας, σ’ αυτό το θρίλερ μυστηρίου που, είναι προφανές, φλερτάρει με το γνωστό ultra ευπώλητο μυθιστόρημα μπερδεύοντας βιβλιοφιλία, κώδικες, μυστήριες γυναίκες και ατμόσφαιρα μεσαιωνικής Ιταλίας.
Κι ένα βιβλίο που αφορά κυρίως τους φίλους της ποίησης, που αν ήταν στη χώρα μας αριθμητικά ισάριθμοι με όσους γράφουν –ή έτσι νομίζουν– ποίηση, ο κατάλογος με τα μπεστ-σέλερ θα ήταν γεμάτος ποιητικές συλλογές. Δεν είναι όμως, και γι’ αυτό το ζήτημα, όπως και για πολλά άλλα που αφορούν το ρόλο και τη σημασία της ποίησης στις μέρες μας, γράφει ένας από τους ανθρώπους που επηρεάζουν τα μάλα τις τύχες της στη χώρα μας, ο ποιητής και διευθυντής του περιοδικού Ποίηση Χάρης Βλαβιανός. Η συλλογή δοκιμίων, αφορισμών, και ποιημάτων με τίτλο Ποιον αφορά η ποίηση / Σκέψεις για μια τέχνη περιττή (Πόλις), είναι μια σύνθεση που περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά του Βλαβιανού: ευρυμάθεια, εγκυκλοπαιδισμός, καυστικό χιούμορ, θεωρητική κατάρτιση. Από τα πιο σπαρταριστά κομμάτια του βιβλίου, το κεφάλαιο Minima poetica, με τους αφορισμούς. Το αγαπημένο μου: “Το μυστικό του επιτυχημένου συγγραφέα: να φαίνεται τόσο ρηχός και άξεστος όσο οι αναγνώστες του, ώστε οι αναγνώστες του να πιστεύουν ότι είναι τόσο καλλιεργημένοι όσο εκείνος.”
Με την ξένη λογοτεχνία τα πράγματα είναι πιο απλά: από τις εκδόσεις Πόλις ξεχώρισαν φέτος δυο μυθιστορήματα, που κατάφεραν να αγγίξουν ένα ευρύτερο κοινό. Το Ξενοδοχείο Lutetia του Πιερ Ασουλίν (βραβείο ξένου μυθιστορήματος του περιοδικού Δέκατα) είναι μια εκπληκτική ιστορική περιπέτεια που διαδραματίζεται στη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, κι έχει στο κέντρο του το περίφημο παρισινό ξενοδοχείο. Μέσα από τις σελίδες του παρελαύνουν σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες της εποχής, καθώς και μεγάλες λογοτεχνικές προσωπικότητες όπως ο Τζόις. Αρκετά νοτιότερα, σε μια άλλη πρωτεύουσα αυτή τη φορά, στο Κάιρο, βρίσκεται το Μέγαρο Γιακουμπιάν, ένα κτίριο που κατασκεύασε ένας Αρμένιος μεγιστάνας, και το οποίο σαπίζει σήμερα στο κέντρο της πόλης. Το Μέγαρο Γιακουμπιάν του Αλάα Αλ-Ασουάνι ακτινογραφεί την σύγχρονη Αίγυπτο, με ρεαλισμό και δίχως εκπτώσεις, κι έγινε μπεστ-σέλερ, αρχικά στον αραβικό κόσμο και στη συνέχεια στη Δύση.
Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο έχουμε ένα τελευταίο μυθιστόρημα της φοβερής και τρομερής Τζόις Κάρολ Όουτς που πραγματεύεται το πένθος της κόρης που έχει χάσει τη μητέρα της. Το Χωρίς τη μητέρα μου περιγράφει όλη τη διαδικασία του πένθους, από τις πρώτες σκέψεις που προετοιμάζουν την ηρωίδα για το γεγονός, το σοκ του θανάτου, μα κυρίως τις προσπάθειές της να ξεπεράσει το πένθος της επιστρέφοντας στο κουκούλι της παιδικής της ηλικίας. Επίσης από το Μεταίχμιο έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα βιογραφία, (Τετ α τετ - Χέιζελ Ρόουλι) που ερευνά μια από τις πιο πολύκροτες ερωτικές σχέσεις του αιώνα που μας πέρασε: τον έρωτα του Ζαν-Πολ Σαρτρ και του “κάστορά του”, της Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Σχέσεις όπως αυτή αντλούν τη δύναμή τους από τη διασύνδεσή τους με σημαντικές κοινωνικές και ιστορικές αλλαγές, από τις οποίες επηρεάστηκαν και τις οποίες επηρέασαν. Ένα μοντέλο σχέσης που όσο κι αν φαντάζει σήμερα παρωχημένο, φέρνει στο φως μια σειρά από ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά.
Τέλος, μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο μυθιστόρημα του νομπελίστα Ορχάν Παμούκ Το χιόνι (Ωκεανίδα). Το χιόνι είναι η ιστορία ενός ποιητή και πολιτικού εξόριστου που επισκέπτεται μια μεθοριακή πόλη της Τουρκίας, κοντά στην Αρμενία, όπου φαίνεται ότι μια σειρά από αυτοκτονίες κοριτσιών με μαντίλα έχουν συνταράξει την τοπική κοινωνία. Από τη στιγμή που ο Κα φτάνει στην πολίχνη, μέχρι και που φεύγει, το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι ενώ μια κοινωνία ξεχασμένη από την Ιστορία αναδύεται στην επιφάνεια. Χιόνι μέσα στο κατακαλόκαιρο; Γιατί όχι; Η λογοτεχνία, άλλωστε, λατρεύει τα παράδοξα.
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ
είναι συγγραφέας και βιβλιοκριτικός.
kostas.katsoularis@gmail.com |