2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Βιβλίο - Τεύχος 65

Δημοσίευση: 08-02-2012 - Στήλη: Βιβλίο - Τεύχος: Τεύχος 65 (Φεβρουάριος - Μάρτιος 2012)



Η βαθιά κρίση που ζούμε, και που σίγουρα δεν περιορίζεται στη χρηματοοικονομική και δημοσιονομική σφαίρα, μας έχει αναγκάσει να ξαναδούμε τον εαυτό μας, συλλογικό κι ατομικό, μέσα από νέους καθρέφτες. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την προωθημένη πεζογραφία της τελευταίας 15ετίας, μπορεί να δει στα έργα αυτά σχεδόν όλα τα ζητήματα που μας ταλανίζουν σήμερα, δραματοποιημένα, μορφοποιημένα, φωτεινά. Δύο πρόσφατα βιβλία, μια νουβέλα κι ένα μυθιστόρημα, φωτίζουν με διαφορετικά εκφραστικά μέσα πτυχές της σύγχρονης Ελλάδας –συχνά με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο.

 

Ένας Θεός στα μέτρα μας

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος δεν μας είχε συνηθίσει μέχρι σήμερα στην παρωδία (με εξαίρεση ίσως το θεατρικό του «Αυτοί που έχασαν τον ύπνο τους»), παρότι στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Ξυπόλυτο σύννεφο» (Ωκεανίδα) υπήρχαν δείγματα παρωδιακής δραματουργίας, με πλέον χαρακτηριστική την παράδοση της λειτουργίας της αφήγησης στο σωκρατικό «δαιμόνιο».

Όπως και στο προηγούμενο πεζό του, έτσι και στην πρόσφατη νουβέλα του «Η επιδημία: Οι θεοί ανάμεσά μας» (Πατάκης 2011), οι θεοί αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το μακάριο κόσμο τους και να επέμβουν στα ανθρώπινα, με ιδιοτελείς βέβαια σκοπούς. Μόνο που ο θεός της Ελλάδας δεν είναι παρά μια καταγέλαστη μετριότητα, ένας φαφλατάς κομπορρήμων θεός, ικανός μόνο για μεγαλοστομίες και αδύναμος στην ολοκλήρωση της παραμικρής πράξης. Έτσι, ο Ακατανόμαστος, όπως σαρκαστικά τον βαφτίζει ο συγγραφέας, αφού περιηγήθηκε κάμποσους αιώνες στην υποσαχάρια Αφρική, αποφάσισε να επιστρέψει στα μέρη της νιότης του αναλαμβάνοντας να φέρει σε πέρας κάποια ημιτελή έργα της νεότητάς του. Ένα από αυτά, η λεωφόρος που θα συνέδεε την Αθήνα με τη Σπάρτη (ο συμβολισμός είναι προφανής) θα γίνει για το επόμενο διάστημα το έργο με το οποίο θα συνδέσει τις θεϊκές φιλοδοξίες του.

Καίτοι θεός, βέβαια, ουδείς χαράσσει δρόμους στην Ελλάδα αν πρώτα δεν καταφέρει να βρει πρόθυμους συμμάχους από τον πολιτικό κόσμο, κάτι το οποίο ο Ακατανόμαστος δεν θα δυσκολευτεί να πετύχει. Με την άνεση και την άγνοια κινδύνου που τον χαρακτηρίζει (σε τελική ανάλυση, θεός είναι), εκλαμβάνεται ως μεγαλόσχημος ομογενής με διάθεση να «επενδύσει» στη πατρίδα, με αποτέλεσμα οι πόρτες των υπουργικών γραφείων να ανοίγουν διάπλατα άμα τη εμφανίσει του. Άλλωστε, μπορεί τα πάθη του να είναι πέρα ως πέρα ανθρώπινα, διατηρεί όμως στο ακέραιο ορισμένες εξόχως θεϊκές δεξιότητες, όπως η ικανότητά του να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται κατά το δοκούν.

Ούτε κι ο έρωτας όμως θα αργήσει να του χτυπήσει την πόρτα, έστω κι αν η εν λόγω πόρτα είναι «ψηφιακή», μια και η γνωριμία του με το έτερον ήμισυ γίνεται via διαδικτύου. Τούτο, ο κατακλυσμός του δηλαδή από πρωτόγνωρα αισθήματα ερωτικού πάθους, θα αποβεί μοιραίο, τόσο για τον ίδιο (ως θεός, είπαμε, τα ρίσκα του δεν είναι μεγάλα),όσο κυρίως για τους επιρρεπής στις αισθηματικές υπερβάσεις κατοίκους της ελληνικής γης. Η αισθηματική του ένταση θα είναι τόσο μεγάλη, που θα πυροδοτήσει κύματα λυρικής έξαρσης σε όλο και μεγαλύτερα μέρη του πληθυσμού. Λίγο καιρό μόλις μετά η πρωτεύουσα βρίθει από ορθές πολιτών σε συναισθηματική παράκρουση, αφού η ανάγκη τους για «έκφραση» μέσω κάποιας τέχνης γίνεται τόσο μεγάλη, όσο μικρότερη είναι η πνευματική και ψυχική τους προεργασία για αυτή. Οι δουλειές εγκαταλείπονται στην τύχη τους, οι ταπεινές καθημερινές ασχολίες, καθώς και το πρακτικό πνεύμα που τις εμψυχώνει, ομοίως, αφού πια σχεδόν όλοι έχουν ανώτερες ασχολίες, με τις «ψυχές» να ξεχειλίζουν από ποιητικότητα.

Είναι φανερό ότι Θεοδωρόπουλος έγραψε την «Επιδημία» του σε μεγάλα κέφια, με σαρκαστική όσο και αυτοσαρκαστική διάθεση, διατυπώνοντας ένα καυστικό σχόλιο πάνω στην τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα της γενικευμένης «αγανάκτησης» και των ασύμμετρων λυρικών εξάρσεων. Ο θεός της Ελλάδας, κατ’ εικόνα και ομοίωσή των πολιτών της, μας βυθίζει ακόμη περισσότερο στον ακατάσχετο αισθηματισμό, απομακρύνοντας κάθε λύση που θα προέκυπτε με εργαλείο τον «βαρετό» ορθό λόγο.

 

Ελληνικό Γκόθικ

Η Σώτη Τριανταφύλλου έχει καταπιαστεί και στο παρελθόν με την πρόσφατη νεοελληνική ιστορία στο μυθιστόρημά της «Αύριο μια άλλη χώρα», καθώς και σε κάποια περιφερειακά της βιβλία όπως η «Φυγή»και το «Πιτσιμπούργκο», τα οποία όμως αναφέρονταν σε ιδιαίτερες εποχές ή καταστάσεις, χωρίς ούτε τον αυτοβιογραφικό πυρήνα ούτε τους ορίζοντες μιας μεγάλης σύνθεσης. Χωρίς καμιά αμφιβολία, το πιο κοντινό της βιβλίο στο πρόσφατο μυθιστόρημά της «Για την αγάπη της γεωμετρίας» είναι το αμέσως προηγούμενο, το αυτοβιογραφικό «Ο χρόνος πάλι», σε βαθμό που η Γεωμετρία να μοιάζει με δραματοποιημένη εκδοχή του. Από αυτή την άποψη, η αναμέτρηση αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας ήταν αναπόφευκτη, με τη δεύτερη να κερδίζει στα σημεία.

Η ηρωίδα της Ανατολή Μπότσαρη μεγαλώνει στο ιδιόρρυθμο περιβάλλον μιας κομμουνιστικής οικογένειας με αστικές συνήθειες. Ο πατέρας της δακρύζει στο σινεμά και στην όπερα, όπως και στη θέα ενός αδέσποτου, αλλά δεν διστάζει να προσγειώσει την οργισμένη γροθιά του στο πρόσωπο της ανήλικης κόρης του – ακόμη και τη μέρ απου εκείνη πηγαίνει να «δώσει για πανελλήνιες». Το «γκόθικ» οικογενειακό περιβάλλον συμπληρώνει η απαθής και μάλλον μονίμως σε κατάθλιψη μητέρα, καθώς κι ένας ευνουχισμένος αδελφός που επιλέγει τη «βουβαμάρα» έπειτα από ένα βίαιο ξέσπασμα του πατέρα. Από το μυθιστόρημα της πικρής νιότης της Σώτης Τριανταφύλλου δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αναφορές σε τραγούδια (η Ανατολή, φέρνοντας στο νου τους ήρωες του Χόρμπι στο High fidelity, σκαρφίζεται διαρκώς top ten ροκ τραγουδιών), η βίαιη αποδόμηση της ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς, η κριτική του κομφορμισμού, του περήφανου επαρχιωτισμού, των καθημερινών τελετουργικών μιας «ψωροκώσταινας» που αυτοθαυμάζεται. Στο μεγαλύτερο μέρος του είναι γραμμένο με νευρώδη γλώσσα και διαλόγους που βγάζουν σπίθες –κάπου μετά τη μέση κάνει κάποια «κοιλιά», αλλά γρήγορα ο ρυθ-επανέρχεται–, χωρίς να καταφεύγει σε αχρείαστους μελοδραματισμούς.

Περισσότερο από «ερωτική ιστορία», όπως το συστήνει η συγγραφέας, η Γεωμετρία είναι ένα μυθιστόρημα ύμνος στην ελευθερία της σκέψης, στον ορθό λόγο, μια κατάθεση πίστης στην απελευθερωτική δύναμη της ατομικής βούλησης. Παρότι η Σ.Τ. δεν χαρίζεται στην ηρωίδα της, την οποία καταδικάζει να ζει ανάμεσα σε μετριότητες (αν και διέθετε σαφώς καλύτερο potential), μη θέλοντας να τη λυτρώσει οριστικά από την σύνθλιψή της από έναν πατέρα σαδιστή όσο και αυτοκαταστροφικό. Έτσι, ακόμη κι αν η ίδια δεν «χαρίζεται» στην ηρωίδα της, στο τέλος η ανάγνωση αφήνει το αίσθημα μιας δικαίωσης, το άρωμα μιας επερχόμενης ελευθερίας, μιας ζωής όχι «εκστατικά ευτυχισμένης», ίσως, αλλά έμπλεης με νόημα.