2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α' | |||||||||||||||
Βιβλίο -Τεύχος 64 Το τελευταίο μυθιστόρημα του ελληνικής καταγωγής Χρήστου Τσιόλκα κυκλοφόρησε πέρυσι στη χώρα μας και πρόπερσι στην Αυστραλία, όμως έκτοτε δεν έχει πάψει να πυροδοτεί συζητήσεις, αντεγκλήσεις, διαφωνίες. Με το Χαστούκι (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης, εκδ. Ωκεανίδα) ο Τσιόλκας κέρδισε το βραβείο του Καλύτερου Συγγραφέα των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας ενώ ήταν και υποψήφιος για το σπουδαιότερο βραβείο της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, το Booker. Κι ενώ η δημοσιότητα έπαιρνε να κοπάζει, από φέτος το φθινόπωρο, οι Αυστραλοί έχουν την ευκαιρία να το παρακολουθούν στους δέκτες τους, διασκευασμένο για την τηλεόραση. Πού οφείλεται η τεράστια απήχησή του; Σίγουρα, μεταξύ άλλων, στο θέμα του, που δεν είναι άλλο από την υπερπροστασία και την εξιδανίκευση της παιδικής ηλικίας στο πλαίσιο της μεσοαστικής οικογένειας. Η ιστορία πυροδοτείται όταν σε μια οικογενειακή γιορτή ένας άντρας χαστουκίζει ένα ξένο παιδί. Το «ασήμαντο» αυτό γεγονός θα διχάσει τη μικρή κοινότητα των παρευρισκομένων αποκαλύπτοντας υποβόσκουσες συγκρούσεις, μνησικακίες, κρυφές επιθυμίες.
Σε εντελώς άλλο μήκος κύματος κινείται το μυθιστόρημα της ιταλίδας σεναριογράφου και ποιήτριας με το εύηχο σαν ψευδώνυμο όνομα. Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημά της, μια οικογενειακή σάγκα που φέρνει στο προσκήνιο πέντε γενιές γυναικών του ιταλικού Νότου – με τα ήθη και τις νοοτροπίες να θυμίζουν έντονα Ελλάδα. Εκατό και πλέον χρόνια, από το 1861 μέχρι την Πτώση του Βερολίνου, το 1989, παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια μας, με ύφος λυρικό, συχνά συγκινητικό αλλά και συγκινημένο. Στο Χίλια χρόνια που ζω εδώ (μτφρ. Δήμητρα Κατσιμάνη, εκδ. Καστανιώτη) θα γνωρίσουμε τον προπάτορα και άρχοντα του χωριού Φραντσέσκο μέχρι και την τελευταία απόγονο, την Τζόια, που προσπαθεί να βρει τον εαυτό της μακριά από τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς.
Στην ευαίσθητη κατηγορία των «βιβλίων για μεγάλα παιδιά και νέους» ανήκει το μυθιστόρημα της Κ. Τζ. Σκιουζ Ψηλά τα χέρια (μτφρ. Χαρά Γιαννακοπούλου, εκδ. Πατάκη) – που είναι μάλιστα και το πρώτο της. Ήρωες, τα δίδυμα Πέιζλυ και Μπο, ετών έξι. Δυο πιτσιρίκια που πέρασαν μια τραυματική εμπειρία όταν, ψάχνοντας τον μπαμπά τους, χάθηκαν στο δάσος και βρέθηκαν ύστερα από τρεις μέρες. Τώρα πια έχουν κλείσει τα δεκάξι, ο μπαμπάς είναι ακόμα άφαντος κι αυτοί ακόμα «χαμένοι». Ξέρουν όμως πού βρίσκεται: στο Λας Βέγκας. Ένα περιπετειώδες ταξίδι αρχίζει: Προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του κάνουν διάφορες «τρέλες» ώστε να τους καταγράψουν οι κάμερες ασφαλείας και να βγουν στις… ειδήσεις.
Δεν υπάρχει εκδοτικός οίκος που τα τελευταία χρόνια να μην έχει βγάλει τουλάχιστον ένα βιβλίο για την Κωνσταντινούπολη. Καμιά άλλη μεγαλούπολη δεν εξάπτει σήμερα το –ελληνικό, τουλάχιστον– φαντασιακό όσο η Πόλη, και τούτο όχι μόνο στους ανθρώπους που άφησαν ένα κομμάτι πίσω στη «χαμένη πατρίδα». Ακόμη πιο ένθερμοι είναι οι καινούργιοι «εραστές» της, όπως ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας, ο οποίος, παρότι γεννημένος στην Αθήνα και σπουδαγμένος (και) στο Κέιμπριτζ, γοητεύτηκε από την Ιστανμπούλ κι από ανταποκριτής εφημερίδων έγινε ιδιοκτήτης ξενοδοχείου. Περπάτησε, διάβασε, ερεύνησε και συνέγραψε ένα ογκώδες, γεμάτο έγχρωμες φωτογραφίες βιβλίο με τίτλο Κωνσταντινούπολη – η Πόλη των Απόντων (εκδ. Πατάκη) με κεντρικό θέμα την παρουσία-απουσία των «άλλων : Ελλήνων, Εβραίων, Αρμενίων, Λεβαντίνων, Ρώσων. Από την άλλη, ρίχνει το βλέμμα του στη σημερινή ταχέως «εκσυγχρονιζόμενη» Πόλη, καταγράφοντας συνοικίες-θησαυρούς που χάνονται εν μία νυκτί.
Τελευταίο, post mortem, ποιητικό βιβλίο μιας από τις πιο καίριες φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης με τίτλo Βαθέως γήρατος (εκδ. Κέδρος). Ο Γιάννης Βαρβέρης «έφυγε» πρόσφατα και πρόωρα (μόλις στα 56 του χρόνια), αφήνοντας πίσω του σημαντικό ποιητικό και μεταφραστικό έργο – και βέβαια την αδιάλειπτη παρουσία του στη θεατρική κριτική μέσα από τις σελίδες του κυριακάτικου Τύπου. «Πλέεις πια / μες στα παλιά σου ρούχα / ενώ ο Χρόνος / σου σφίγγει / τη ζώνη.»
*Ο Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας και βιβλιοκριτικός. | |||||||||||||||