Κύριε Βουλευτά, ομολογείται όλο και από περισσότερους ότι η ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, με το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο, έχει αποτύχει. Σας θυμίζω, για παράδειγμα, τις δηλώσεις Γιούνγκερ για το Μνημόνιο και την πρόσφατη έκθεση Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η κυβέρνηση επιμένει σε αυτή;
Η αρχική αμφισβήτηση ήταν επόμενο, εκ των αποτελεσμάτων, να εξελιχθεί σε ομολογία αποτυχίας. Οι υποστηρικτές του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου δεν ήθελαν να δουν ότι οι αριθμοί δεν έβγαιναν και ότι η πολιτική τους ήταν αδιέξοδη. Ότι ήταν μια λάθος συνταγή στηριγμένη σε μια λάθος διάγνωση και πως μόνο με την αλλαγή της αγωγής θα αυξάνονταν οι δυνατότητες για θεραπεία. Έτσι η κυβέρνηση και το οικονομικό της επιτελείο αντιμετώπισαν την «πνευμονία» με συνταγή «γρίπης». Τελικά η κυβέρνηση, εμμένοντας στις επιλογές της, παρά τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού, το μόνο που πέτυχε ήταν να χωθούμε ακόμη πιο βαθιά στη κρίση, να χάσουμε χρόνο και διαπραγματευτικά εργαλεία, με μόνους κερδισμένους τους δανειστές μας. Με τις πολιτικές της εμμονές έσκαψε από μόνη της ένα λάκκο που όλο και βαθαίνει. Η οικονομία ακινητοποιημένη, το χρέος ανεξέλεγκτο, το δημοσιονομικό έλλειμμα από 7,6 % του ΑΕΠ που ήταν ο στόχος με βάση τις δεσμεύσεις του Μεσοπρόθεσμου φαίνεται ότι θα αγγίξει το 10% και ο στόχος του μηνιαίου ρυθμού εσόδων στα 5,8 δις να φθάνει οριακά στο 4, 3 δις. Εκτός τούτων, ο εργασιακός μεσαίωνας που έχει ξεκινήσει στην αγορά εργασίας, έχει σμπαραλιάσει και το τελευταίο ίχνος αισιοδοξίας στον κοινωνικό και παραγωγικό ιστό.
Ωστόσο η «ανάπτυξη» είναι μια λέξη που η κυβέρνηση χρησιμοποιεί σε κάθε εξαγγελία της.
Οι λέξεις και οι εξαγγελίες παραμένουν «αδειανά πουκάμισα» όταν δεν συνοδεύονται από τις ανάλογες πολιτικές. Στην Ελλάδα, ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, είχαμε μια συνεχή εισροή πόρων από το εξωτερικό. Στην αρχή είχαμε το μεταναστευτικό και το ναυτιλιακό, μετά ήλθε ο τουρισμός, στη συνέχεια οι ευρωπαϊκοί πόροι και κατά την τελευταία δεκαετία ο εύκολος και φθηνός δανεισμός. Αυτό διαμόρφωσε μια εσωτερική δομή όπου οι τομείς που παράγουν για την εσωτερική αγορά (εμπόριο, κατασκευές) να έχουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από τους τομείς που παράγουν για την εξωτερική αγορά. Για να αντιστραφεί αυτή η αυθόρμητη κίνηση της αγοράς χρειάζεται μια νέα αναπτυξιακή στρατηγική, ένα νέο αναπτυξιακό σχέδιο που θα δίνει προτεραιότητα σε κλαδικές και περιφερειακές πολιτικές, δηλαδή θα επιλέξει κλάδους τους οποίους μπορεί η χώρα να στρέψει εξωστρεφώς και που θα βάζει τα τρία αναπτυξιακά εργαλεία - την αγορά, το κράτος και τις τράπεζες- στην υπηρεσία αυτού του στόχου. Έχοντας καθαρό το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα τόνωσης της αγοράς πρέπει να συντονιστούν με αυτόν. Δυστυχώς το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δεν κινείται σε αυτή τη κατεύθυνση. Η κυρίαρχη αντίληψη προβάλει το σχήμα: η ανάπτυξη θα προέλθει από την αύξηση των εξαγωγών. Για να αυξηθούν οι εξαγωγές θα πρέπει να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί. Για να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί θα πρέπει να βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα, να μειωθεί η κρατική παρέμβαση, να απελευθερωθεί η αγορά εργασίας και να μειωθούν οι μισθοί. Είναι το γνωστό νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό σχήμα που δίνει βάρος στις οριζόντιες πολιτικές, αδυνατώντας να διαγνώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Έτσι η κυβέρνηση έχει καταντήσει να παίζει τον άχαρο ρόλο του διαχειριστή αλλότριων πολιτικών και όχι τον γενεσιουργό κοινωνικών προσδοκιών και ελπίδων.
Για παράδειγμα στις αποκρατικοποιήσεις. Μπορεί, κατά τη γνώμη σας, να έχουμε εθνικό πλεόνασμα, μέσω των εκτενών αποκρατικοποιήσεων σε βασικούς τομείς της οικονομίας, που η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί, έναντι των δανειστών μας, να κάνει;
Πρώτον, και το έχω ξαναπεί από το βήμα της βουλής, μια χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας δεν κάνει αποκρατικοποιήσεις. Δεύτερον, άλλο πράγμα αποκρατικοποιήσεις βάση σχεδίου και με γνώμονα το συμφέρον της χώρας και άλλο εκποίηση του πλούτου μας σε κερδοσκόπους και δανειστές υπό όρους εκβιασμού. Τρίτον, ο στόχος των 50 δις ευρώ που ετέθη μέχρι το 2015 από αποκρατικοποιήσεις είναι ανέφικτος και κανένας σοβαρός αναλυτής δεν πιστεύει ότι θα πιαστεί. Εύλογα προβάλει το ερώτημα: γιατί τότε ετέθη; Έχω την άποψη, και ημέρα την ημέρα επιβεβαιώνεται, ότι οι δανειστές μας το κάνουν για να έχουν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό εργαλείο και να μπορούν να κάμψουν τις όποιες αντιστάσεις εμφανισθούν στις επιλογές των ιδιωτικοποιήσεων που θέλουν να επιβάλλουν. Διαφορετικά διαπραγματεύεσαι επί μέρους επιλογές εάν ο στόχος είναι 20 δις και εσύ πιάνεις 18-19 δις και διαφορετικά εάν ο στόχος είναι 50 δις και δεν μπορείς να πιάσεις ούτε τα μισά. Τότε επιχειρήματα όπως η στρατηγική σημασία μιας επιχείρησης για την ανάπτυξη, μοιάζουν αδύναμα. Είναι μια προετοιμασία διαπραγματευτική ώστε οι επιλογές των δανειστών μας να είναι και οι διαταγές τους.
Λέγεται ότι η κρίση στην ευρωζώνη είναι κατεξοχήν κρίση των τραπεζών της Ευρώπης. Ακόμα και η κα Λαγκάρντ, η πρόεδρος του ΔΝΤ, αναφέρθηκε πρόσφατα στις τράπεζες, οι οποίες στην ουσία υποβάλλουν την πολιτική ατζέντα στην ήπειρο. Ποιός κατά τη γνώμη σας πρέπει να είναι ο ρόλος των τραπεζών στην Ελλάδα αλλά και στην ευρωπαϊκή σκηνή, βλέπε ΕΚΤ, σήμερα;
Πρέπει κάποια στιγμή ο κάθε κατεργάρης να μπει στον πάγκο του. Αυτό θα πρέπει να γίνει και με τις τράπεζες. Θα αναφέρω μονάχα ένα στοιχείο από τον διευθυντή της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Αγγλίας, όπου δείχνει ότι από το 1870 μέχρι το 1970 τα περιουσιακά στοιχεία του τραπεζικού συστήματος ήταν περίπου στο 50% του ΑΕΠ. Από τα μέσα τις δεκαετίας του΄70 έως το 2008 δεκαπλασιάστηκαν, έφτασαν πέντε φορές το ΑΕΠ. Το ίδιο συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική. Η πορεία αυτή συνοδεύεται με μια αύξηση των κερδών του χρηματοπιστωτικού τομέα και μείωση των κερδών του πραγματικού τομέα, όχι μόνο δηλαδή γίνεται ανακατανομή σε βάρος των εργαζομένων αλλά γίνεται και μέσα στα κέρδη ανακατανομή προς όφελος των κερδών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η χώρα μας -όπως και άλλες χώρες στην Ευρώπη- έχει ένα τεράστιο χρέος το οποίο διογκώνεται καθημερινά. Το κόστος για την εξυπηρέτηση των τόκων και των χρεολυσιών είναι δυσθεώρητο. Η εξυπηρέτησή του θα απαιτούσε η χώρα να έχει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα πολύ πάνω από το 6% - για πολλά χρόνια, πράγμα που θα στραγγάλιζε την ανάπτυξη και θα συνέθλιβε τους πολίτες. Άρα το χρέος δεν είναι διατηρήσιμο. Συνεπώς αυτό που πρέπει να γίνει είναι να έλθουν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους σε ένα τέτοιο επίπεδο που να μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να υπονομεύει την ανάπτυξη και την κοινωνικήσυνοχή. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με αναδιάρθρωση του χρέους η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους. Αυτό που πρέπει να συζητηθεί είναι ποιο θα είναι το ύψος της, ποια θα είναι τα κριτήρια και ποιοι θα είναι οι παίχτες που θα την οργανώσουν. Θα μπει η Κεντρική Τράπεζα στο παιχνίδι έτσι ώστε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των χωρών και όχι των Τραπεζών; Θα είναι η αναδιάρθρωση προς όφελος των πιστωτών ή προς όφελος των οφειλετών; Όλα αυτά αποτελούν ζήτημα διαπραγμάτευσης. Οποιαδήποτε πρόταση συζητείται στην ευρωπαϊκή ένωση για τη διαχείριση του χρέους και της κρίσης και αγνοεί το πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος δεν μπορεί να περπατήσει.
Τελικά, με τη σημερινή οικονομική δομή της ευρωζώνης μπορεί να στα- θεί το πολιτικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα σκάφος που έγινε για καιρούς «Μπονάτσας». Οι ναυπηγοί της δεν είχαν προβλέψει συνθήκες «Άγριας Δύσης».Η σύγχρονη κρίση είναι και κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης. Δυστυχώς στην Ευρώπη ο νεοφιλελευθερισμός συνταγματοποιήθηκε με τη μορφή του Μάαστριχ, του Συμφώνου Σταθερότητας κλπ. Άρα οι δυνάμεις που τον αντιπαλεύουν δεν έχουν μόνο πολιτικά εμπόδια να λύσουν αλλά και νομικά. Σε μια εποχή που ζητάει νέες απαντήσεις, αν οι δυνάμεις που αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες λογικές μείνουν εγκλωβισμένες σε θεσμικά δεσμά και σε στερεότυπα ξόρκια και δεν αλλάξουν πολιτική κινδυνεύουν να αλλάξουν φυσιογνωμία. Είναι επείγον να βάλουν στο επίκεντρο της πολιτικής τους βασικά ζητήματα, όπως την αλλαγή της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, την τιθάσευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την αναδιανομή εισοδήματος που αποτελεί τη ρίζα της σύγχρονης κρίσης, την επεξεργασία νέων θεσμικών εργαλείων που θα θωρακίζουν την οικονομική ανάπτυξη και θα προστατεύουν τους λαούς από την απληστία των Banksters και την ασυδοσία των διαφόρων επιτηδείων και κερδοσκόπων. Δεν μπορούν να λυθούν νέα προβλήματα με παλιά εργαλεία. Μετά τη κρίση του ΄29 η πολιτική τάξη πίστεψε ότι μπορεί να συνεχίσει όπως και πριν. ΄Ηλθε όμως η κρίση του ‘33 – ’37 προς διάψευση και υπενθύμιση ότι τα νέα προβλήματα δε λύνονται με τους παλιούς τρόπους.