2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Τατιάνα Αβέρωφ

Δημοσίευση: 01-02-2011 - Τεύχος: Τεύχος 58 (Φεβρουάριος 2011)



ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - Τατιάνα Αβέρωφ

«Η γλώσσα πάντα με γοήτευε, μπορεί να έτρωγα ώρες μέχρι να συντάξω ένα απλό κείμενο γιατί σκάλιζα τόσο τις λέξεις»

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΝΤΙΝΟΣ ΓΙΩΤΗΣ


Γυρνώντας στα παλιά: πώς βρεθήκατε στο χώρο της λογοτεχνίας; Άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα όταν ήμουν 42 χρονών, πολύ αργά δηλαδή. Βέβαια, έγραφα πολύ, από μικρή, σημειώσεις, σκέψεις, κείμενα για τη δουλειά μου, έχω εκδώσει και δύο βιβλία εκπαιδευτικής ψυχολογίας, αλλά αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να γράφεις λογοτεχνία. Απ’ την άλλη, και η ενασχόλησή μου με την ψυχολογία ήταν κατά κάποιο τρόπο μια μαθητεία: Το ενδιαφέρον μου για τον άνθρωπο, για την υποκειμενικότητα των βιωμάτων, η ενσυναίσθηση και η φαντασία που χρειάζεται για να μπορείς να δεις κάτω απ’ την επιφάνεια των πραγμάτων – όλα αυτά δε διαφέρουν και πολύ απ’ τον τρόπο που πλάθεις στο νου σου τους μυθιστορηματικούς σου χαρακτήρες. Και η γλώσσα πάντα με γοήτευε, μπορεί να έτρωγα ώρες μέχρι να συντάξω ένα απλό κείμενο γιατί σκάλιζα τόσο τις λέξεις. Κάποια στιγμή λοιπόν όλα αυτά ήρθαν κι έδεσαν και βρέθηκα ένα πρωί να γράφω λογοτεχνία.

 

Βρίσκετε κάποιου είδους ευτυχία στην ανάγνωση των βιβλίων; Φυσικά. Πολλών ειδών ευτυχίας. Αρκεί να ανατρέξω σ’ εκείνο το συναίσθημα της γλυκιάς προσμονής που ένιωθα μικρή – εκείνο το «α, ωραία!» – μόλις θυμόμουν πως είχα αρχινημένο ένα απολαυστικό βιβλίο και ανυπομονούσα πότε θα το συνεχίσω. Τί καλύτερο απ’ αυτό; Απ’ την αναγνωστική απόλαυση ξεκινάνε όλα. Και σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, η «τέχνη του λόγου» γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της όλης απόλαυσης, που κι αυτή σιγά σιγά ωριμάζει και φέρνει άλλου είδους ικανοποιήσεις και χαρές.

 

Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Πιστεύετε ότι η τηλεόραση έχει επιβάλει, ανεπιστρεπτί, την εύκολη θέαση και, κατά συνέπεια, η ανάγνωση παραμερίζεται; Πιστεύω πως κάποια πράγματα, όπως η ανάγνωση, καλύπτουν διαχρονικές ανάγκες και τίποτα το πραγματικά αξιόλογο και σημαντικό δεν μπορεί να είναι «ανεπιστρεπτί». Το βιβλίο, όπως και η τηλεόραση, μπορούν και τα δυο να είναι «εύκολα» ή «δύσκολα», ποιοτικά ή ευτελή. Δική μας πρόκληση ως συγγραφείς είναι να βρούμε τον τρόπο να είμαστε γνήσιοι και ποιοτικοί χωρίς να αποτρέπουμε τον αναγνώστη με αναίτιες «δυσκολίες» (και το Υπουργείο Παιδείας, βέβαια, δική του πρόκληση είναι να βρει πώς να καλλιεργεί αντί να καταστρέφει τη δίψα για ανάγνωση και την απόλαυση στα παιδιά).

 

Ίντερνετ και λογοτεχνία. Τι είδους σχέση; Αρμονική, θέλω να πιστεύω. Το ίντερνετ είναι ένα σπουδαίο εργαλείο. Ανοίγει τεράστιες δυνατότητες, πχ για συγγραφική έρευνα – ό,τι θέλεις το βρίσκεις πλέον χωρίς να πρέπει να τρέχεις στις βιβλιοθήκες– ή για πληροφόρηση και επικοινωνία σε θέματα λογοτεχνικά, ακόμα και για τη διάδοση της λογοτεχνίας καθαυτής, αφού ο καθένας μπορεί πλέον να αναρτήσει ένα λογοτεχνικό κείμενο που ίσως να διαβαστεί από χιλιάδες αναγνώστες, ίσως και να φτάσει από κει στους πάγκους των βιβλιοπωλείων.

 

Τί θα αλλάζατε από τη σημερινή Ελλάδα; Τη γενικευμένη «δημοκρατία» της λαμογιάς, της ασυδοσίας, της τρομοκρατίας, του «δε βαριέσαι», του «έλα μωρέ» και του «μαζί τα φάγαμε».

 

Τί σας αρέσει από (σ)την Ήπειρο; Το ιδιαίτερο χρώμα της, μια δική της αύρα, ατμόσφαιρα, ιστορία, κουλτούρα, οι φωνές των ανθρώπων, οι άνθρωποι, τα σπίτια, η πέτρα, τα βουνά, η φύση, τα χρώματα, οι ήχοι και οι μυρουδιές της, η φτώχεια και το μεγαλείο της – ένα βάρος ιδιαίτερο.

 

Τί δεν σας αρέσει από (σ)την Ήπειρο; Η «ηπειρωτίλα» – που μ’ αυτό εννοώ μια μιζέρια και μια εσωστρέφεια, σε μικρογραφία της εθνικής μας μιζέριας αλλά με έντονο το τοπικιστικό άρωμα της Ηπείρου.

 

Εξακολουθείτε να επιστρέφετε στο γενέθλιο τόπο, κυριολεκτικά και μεταφορικά; Φυσικά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έτσι είναι οι γενέθλιοι τόποι. Δεν τους εγκαταλείπεις ποτέ, τους κουβαλάς μέσα σου όπου κι αν πας.

 

Ποιά είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον; Πρόκειται να διδάξω στον επόμενο κύκλο εργαστηρίων δημιουργικής γραφής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου που ξεκινάει αυτόν το μήνα – κάτι που μ’ αρέσει πολύ. Και συνεχίζω να γράφω το μυθιστόρημα που έχω ξεκινήσει εδώ κι ένα χρόνο με θέμα τον πατέρα μου – κάτι πολύ δύσκολο και συναρπαστικό.

 

Ποιά συμβουλή έχετε κρατήσει για τη ζωή, ως μότο, από τους γονείς σας; Όχι τόσο συμβουλές όσο κάποια δικά τους στοιχεία που ανακαλύπτω μετουσιωμένα μέσα μου και με προσδιορίζουν – πχ απ’ τη μητέρα μου την εμμονή της και την επιμονή στη λεπτομέρεια, κι από τον πατέρα μου τα μεράκια, τον οραματισμό, την ανάγκη να δεις την ευρύτερη εικόνα που συνθέτει τις όποιες διχοτομήσεις.

 


Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε επί 20 χρόνια ως ψυχολόγος. Είναι πρόεδρος Δ.Σ. του Ιδρύματος Ευαγγέλου Αβέρωφ - Τοσίτσα και διευθύνει την Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο. Από το 2007 έχει διδάξει Μυθιστόρημα στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικής ψυχολογίας και τα μυθιστορήματα «Το ξέφωτο» (2000), «Αύγουστος» (2002), «Ανοιχτή γραμμή» (2005) και «Θράσος» (2009). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου.