2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α' | |||||||||||||||
Παρατείνοντας το (αναγνωστικό) καλοκαίρι
Το καλοκαίρι έχει για τους περισσότερους από εμάς ήδη περάσει, έχοντας καταχωρηθεί με τον άχαρο τίτλο του πιο ζεστού κι απαισιόδοξου καλοκαιριού των τελευταίων δεκαετιών. Η λογοτεχνία, από την άλλη, είναι ζώο που τρέφεται από τη δυστυχία και τον φόβο της απώλειας, κι έτσι το 2010 διαγράφεται ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες χρονιές, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πεζογραφία (για την ποίηση δεν έχουμε άποψη). Έτσι, δύο πολύ καλά μυθιστορήματα σας περιμένουν για φθινοπωρινές αναγνωστικές περιηγήσεις, το ένα του νεαρού Νίκου Α. Μάντη, και το άλλο από τον –ελληνικής καταγωγής– Αυστραλό Χρήστο Τσιόλκα.
Τον Νίκο Α. Μάντη τον πρωτογνωρίσαμε τέσσερα χρόνια νωρίτερα, με την συλλογή διηγημάτων «Ψευδώνυμο». Ωστόσο, με το δεύτερο βιβλίο του, «Το χιόνι του καλοκαιριού» (Καστανιώτης), κάνει το άλμα από τη μικρή φόρμα στη μεγάλη αλλά και προς τη συγγραφική ωριμότητα. Η ιστορία έχει περίπου ως εξής: Το καλοκαίρι του 1983, κι ενώ παραθερίζει στο χωριό του κάπου στην Αχαΐα, ο επτάχρονος Λεωνίδας βιώνει μια διπλή έκπληξη: Η πρώτη, αφορά την επιστροφή της επί ενάμιση χρόνο απούσας μητέρας του, ενώ η δεύτερη, εντονότερη, την αίσθηση ότι η γυναίκα που επέστρεψε δεν είναι η ίδια με εκείνη την οποία είχε αποχαιρετήσει. Η αίσθηση αυτή, που δεν αργεί να μετατραπεί σε βεβαιότητα, βυθίζει τον μικρό Λεωνίδα σ’ έναν κόσμο ανασφάλειας και τρόμου, όπου όλα διακυβεύονται ανά πάσα στιγμή. Τα πρόσωπα της οικογένειάς του, ο απόμακρος, φέρελπις συγγραφέας, πατέρας του και η χήρα νόνα του, που έχει χτυπηθεί από εγκεφαλικό με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζει με σαφήνεια μορφές και πρόσωπα, δεν καταφέρνουν να κατευνάσουν τις ανησυχίες του. Κι ακόμη λιγότερο η ίδια η μητέρα του, που μοιάζει να προσπαθεί να συνέλθει από κάποια δύσκολη προσωπική περιπέτεια. Γύρω του, παρέες από παιδιά του χωριού μυούνται καθημερινά στον σκληρό κόσμο της αρρενωπότητας, ενώ οι φιλίες μοιάζουν περισσότερο με πρόσκαιρες συμμαχίες, χωρίς αληθινό βάθος και προοπτική.
Παράλληλα, λίγο μακρύτερα από το χωριό, υπάρχει ο σαγηνευτικός, αν και παρηκμασμένος, κόσμος του ξενοδοχείου «Αλμύρα». Εκεί, η πρόωρα υποψιασμένη Μαρισόλ μυεί τον Λεωνίδα στους παράξενους ενοίκους του ξενοδοχείου του, με προεξάρχουσα την ίδια τη μητέρα της, τη θελκτική Υβόννη. Η Υβόννη, ανάπηρη από τη μέση και κάτω, αντιπροσωπεύει για τον Λεωνίδα τις απειλές όσο και τα θέλγητρα της θηλυκότητας, και ξυπνάει μέσα του τα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα. Η μεγάλη ανατροπή έρχεται με την εμφάνιση ενός σκληροτράχηλου μυστηριώδη Ρώσου, ο οποίος διαμένει στο ξενοδοχείο «Αλμύρα», κι ο οποίος ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την μητέρα του, με την οποία κάποιος παλιός δεσμός τους συνδέει. Κατάσκοποι, τρόμος, ασάφεια, ερωτικά σκιρτήματα, οικογενειακά μυστικά που ποτέ δεν ξεδιαλύνονται, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα διαρκούς ρευστότητας, που οξύνεται από την ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του νεαρού ήρωα. Όλα αυτά βέβαια, καθώς και μια σειρά από ημερολογιακές καταγραφές της μητέρας του, που ενθέτονται στην αφήγηση, φτάνουν σε εμάς μέσα από τη συνείδηση του 32χρονου πια Λεωνίδα, κι ενώ η ζωή του έχει ακολουθήσει απρόσμενες διαδρομές. Το «Χιόνι του καλοκαιριού» είναι ένα μυθιστόρημα διάπλασης, καλογραμμένο και ατμοσφαιρικό. Ακόμη και οι πιο απίθανες εξελίξεις, χωνεύονται στην αφήγηση με ευκολία, κι επιτυγχάνει να ανασυνθέσει με οξύνοια κι ευαισθησία τον αλλόκοτο και απειλητικά ρευστό κόσμο της παιδικής και προεφηβικής ηλικίας. Ο Χρήστος Τσιόλκας, από την άλλη, είναι διάσημος πια στην Αυστραλία, ενώ το τελευταίο του μυθιστόρημα «Το χαστούκι» (προσεχώς από την Ωκεανίδα) είναι υποψήφιο για το φετινό βραβείο Booker. Στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, το «Νεκρή Ευρώπη» (Printa), ένας Αυστραλός φωτογράφος ελληνικής καταγωγής έρχεται στην Αθήνα προσκεκλημένος του Υπουργείου Πολιτισμού. Γαλουχημένος με την ιδέα της Ευρώπης, περιδιαβαίνει τις γειτονιές της Αθήνας, αρχικά, την ελληνική επαρχία, στη συνέχεια, μέχρι που παραδίδεται σε ένα ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη, σε αναζήτηση των τραυμάτων της, των φαντασμάτων της, της νέας ταυτότητάς της. Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν βρίσκει παρά συντρίμμια μιας παρηκμασμένης αυτοκρατορίας, καταφύγιο φοβισμένων, κυνικών ανθρώπων, με τους μετανάστες να έχουν γίνει το μόνο βέβαιο πλειοψηφικό ρεύμα. Το κομμάτι του βιβλίου που αναφέρεται στην Ελλάδα αποτελεί από μόνο του λόγο να διαβάσει κανείς αυτό το μυθιστόρημα : Το βλέμμα του Τσιόλκα απογυμνώνει, χωρίς να καταφεύγει σε καταγγελτικές ευκολίες, αναδεικνύοντας μια κοινωνία που έχει χάσει την ψυχή της στους λαβύρινθους ενός ψευδεπίγραφου ευδαιμονισμού. Οι χαρακτήρες των δύο Ελλήνων που τον συνοδεύουν στο ταξίδι του (η εξαδέλφη Τζούλια και ο φίλος της Αντρέας) είναι εντυπωτικοί και ολοκληρωμένοι, δίχως να είναι «τυπικοί». Συναντήσεις με χωρικούς, νεοέλληνες και μετανάστες, περιγράφονται με γρήγορες μεστές σκηνές. Παράλληλα, εξυφαίνεται, σε ξεχωριστά κεφάλαια, μια εξιστόρηση που λαμβάνει χώρα στα χρόνια της Κατοχής κι αμέσως μετά, όταν μια οικογένεια Ελλήνων χωρικών κρύβει στα «σπλάχνα» μιας μικρής εκκλησίας έναν νεαρό Εβραίο. Ένας Αυστραλός συγγραφέας που αξίζει να ανακαλύψετε, λόγω (και)της ελληνικής καταγωγής του.
*Ο Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας και βιβλιοκριτικός. kostas.katsoularis@gmail.com
| |||||||||||||||