2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Δέκα Γράμματα

Δημοσίευση: 17-12-2009 - Τεύχος: Τεύχος 47 (Δεκέμβριος 2009 - Ιανουάριος 2010)





ΔΕΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

«Α’ Βραβείο Διαγωνισμού Διηγήματος ARTA PRESS & ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ»
Της Δήμητρας Αμαραντίδου

Το πρώτο έχει πίσω, στη γωνία που κλείνει ο φάκελος, ένα μεγάλο μαύρο Π. Σαν τραπεζάκι. Η πάνω γραμμή πλατιά. Το ανοίγει αυτή στην κουζίνα. Διαβάζει από μέσα της και κουνάει τα χείλια. Σαν θυμωμένη προσευχή. Ξύπνησε αργά και τα μάτια της είναι πρησμένα, πασαλειμμένα απ’ τη μάσκαρα. Στο μάγουλο έχει καρό σημάδια απ’ την πικεδένια κουβέρτα. Μου φαίνεται άσκημη. Ναι, αυτή είναι μια απ’ τις φορές που μου φαίνεται άσκημη, αλλά τώρα δεν είναι ώρα για τέτοια.

Είμαι περίεργος, πάω κοντά. Κάτι με γαργαλάει πάνω απ’ το χείλι. Τώρα ξέρω, κάνω το κεφάλι πίσω. Σκουπίζω λίγο τη μύτη με το δάχτυλο και κοιτάζω μόνος μου. Μύξα, όχι αίμα. «Μαμά, άνοικθ’ η μύτη μου…» Τώρα δεν το λέω αυτό, δεν είμαι νιάνιαρο. Έχω και λίγο μουστάκι, αλλά το λένε χνούδι. Μικρός σηκωνόμουνα μες στη νύχτα και πήγαινα στην κρεβατοκάμαρά της. Καλά, ο άλλος κοιμότανε του καλού καιρού. Στεκόμουνα από πάνω της και δε μιλούσα μέχρι να με καταλάβει και να ξυπνήσει μόνη της. «Μαμά, άνοικθ’ η μύτη μου…». Έτσι, σαν ψευδός, γιατί είχα το κεφάλι πίσω κι άνοιγε μόνο του το στόμα. Αυτή ξύπναγε σχεδόν αμέσως. Τέσσερις-πέντε ανάσες της προλάβαινα να μετρήσω. «Άνοιξε βρε το φως να δω. Αίμα είναι;» Ναι, ναι. Τότε ήτανε τις πιο πολλές φορές αίμα. Κι εγώ κατάπινα, κατάπινα. Πολλές νύχτες αυτό τα καλοκαίρια. Και μια φορά απ’ το πολύ αίμα που κατάπια, αναγούλιασα κι έβγαλα ένα πράμα «σα συκωταριά», έτσι το έλεγε αυτή στη γειτόνισσα. Κι εγώ καμάρωνα. Άκου να δεις. Να καμαρώνεις για μια τέτοια βλακεία. Πάω δίπλα της να διαβάσω και με σπρώχνει. «Δεν είναι για σένα αυτά». Πρόλαβα να δω τρεις λέξεις. Ο άλλος σαν να πήρε χαμπάρι. Έχει κάτσει στο τραπέζι με το σορτσάκι, ξύνει τη γάμπα του και χασμουριέται.

– Τί είναι αυτό;
– Γράμμα, δε βλέπεις;
– Από ποιόν;
– Άσε με τώρα.

Διαβάζει ακόμα. Μια σελίδα γεμάτη. Όχι με το χέρι, στο κομπιούτερ. Πρόλαβα και το είδα κι αυτό. Κι εκείνες τις τρεις λέξεις. Δεν με θέλει τώρα δίπλα της, δε θέλει κανέναν. Πάω στο σαλόνι κι ανοίγω την τηλεόραση. Όλη μέρα εδώ θα τη βγάλω, δε θα μου δώσει σημασία. Η καλύτερή μου. Δεν τη ρωτάω τίποτα. Μπορεί να έρθει να μου μιλήσει μόνη της. Κατά τις τρεις θα μου φωνάξει να κλείσω την τηλεόραση και να πάω για ύπνο. Πάντα τής κλέβω μισή ωρίτσα. Ξαπλώνω στον καναπέ και κλείνω τα μάτια. «ΒΡΟΜΙΑΡΑ, ΠΟΥΤΑΝΑ, ΞΕΚΩΛΙΑΡΑ».
Γιατί να τα βάλει μαζί μου; Το πρωί μπορεί να πάμε και για μπάνιο.

Ξύπνησα απ’ τις φωνές της. «Άμα θες θάλασσα, σε δέκα λεπτά να είσαι έτοιμος». Τσακίστηκα να πλυθώ και να πιω το γάλα που μου είχε στο τραπέζι της κουζίνας. Κουλουράκια δε μου βάζει γιατί λέει πάχυνα και πρέπει να προσέχω από τώρα αν δε θέλω να γίνω βόδι. Όταν δεν έχει φαΐ με ξεφορτώνεται με κρουασάν και γκοφρέτες. Το γάλα σκέτο είναι αηδία. Σου αφήνει και μια γλίτσα μετά μες στο στόμα, πάνω στα δόντια. Δεν τα πλένω και συχνά. Είναι πορτοκαλιά πάνω-πάνω, σαν να έχω φάει γαριδάκια. Έτσι λέει ένας συμμαθητής μου.



Στο αυτοκίνητο κάτι πάω να τη ρωτήσω για τα γράμματα. Με αγριοκοιτάζει και δε σηκώνει κουβέντα. «Μην ανακατεύεσαι στις δουλειές των μεγάλων». Άλλα δύο σε πέντε μέρες. Μόνη της τα ανοίγει, τα διαβάζει, κάτι μουρμουράνε με τον άλλο όταν νομίζουνε ότι δεν ακούω, τσακώνονται στα μουλωχτά. Τα καταχώνιασε στο συρτάρι με τα βρακιά της, αλλά εγώ την κατάλαβα. Ρ και Ω. Πίσω, εκεί που κλείνει ο φάκελος. Τα είδα. Για βλάκα με περνάνε; Μέσα όλο βρισιά και κάτι ακαταλαβίστικα. «…που όλα τα δεχόσουνα… φθείρω ψυχικά…» και τέτοια. Δε διάβασα με προσοχή, μη με τσακώσει. Κάθε γράμμα κάτι σημαίνει ή μαζί κάνουνε μια λέξη; ΠΡΩ… ΠΡΩ…

Λεξικό. Μου είχε πάρει ένα όταν πήγα στην έκτη. Και μια εγκυκλοπαίδεια, δώδεκα τόμοι. Για να μη τη ζαλίζω και να βρίσκω μόνος μου πληροφορίες που μας ζητούσε η κυρία. Ντροπή να  παίρνει κάθε λίγο τις άλλες μαμάδες. «Εσείς για τον Ασκληπιό βρήκατε τίποτα;» «Για ποιον τα πήρα βρε όλ’ αυτά; Ούτε μία φορά δε σε είδα να διαβάζεις». Τι να διαβάσεις δηλαδή; Μόνο τις εικόνες κοιτούσα κι αυτές με το ζόρι, για να μη λέει. Άλλο το λεξικό. Αυτό με τρέλανε. Δεν είναι φοβερό; Κάποιος καλός άνθρωπος (δεν μπορεί, καλός θα ’ναι για να κάνει τόση δουλειά για τους άλλους) έκατσε κι έγραψε τι σημαίνει η κάθε λέξη. Αυτό, λέει, είναι αυτό. Κι εκείνο είναι εκείνο. Ακούς κάτι και δεν το καταλαβαίνεις; Ορίστε, κύριε. Πάρε το λεξικό και θα τη βρεις την άκρη. Σου δίνω εγώ τους κωδικούς. Σαν το ηλεκτρονικό. Άμα σπάσεις τον κωδικό, κερδίζεις όπλα και παίζεις καλύτερα.

Στην αρχή έψαχνα μόνο κακές λέξεις. Όσες ήξερα. Μετά το πήρα απ’ την αρχή, απ’ το Α. Μπορεί να βρω κι άλλες, που δεν τις ξέρω. Βρίσκεις. Άμα ξέρεις πέντε-έξι βασικές, αυτές σε πάνε και στις άλλες, τις δύσκολες. ΠΡΩ… ΠΡΩ… Πολύ πράμα. ΠΡΩΗΝ… Λες; Μπα, αυτός έχει φύγει εδώ και κάτι χρόνια. Γερμανία. Καινούργια γυναίκα, άλλα παιδιά. Απ’ αυτήν τα ξέρω. Μου τα είπε μία φορά κι εγώ δεν ξαναρώτησα. Όρεξη είχα. Καλύτερα έτσι. Χίλιες φορές καλύτερα.

Σκύβω. Μ’ αρέσει να μυρίζω το χαρτί. Ό,τι χαρτί να ’ναι. Γυαλιστερό, του βιβλίου του σχολείου, εφημερίδα. Παλιά έκοβα σελίδες από περιοδικά, τις δίπλωνα σαν να ήθελα να φτιάξω βάρκα, αλλά όταν γινόταν το τετραγωνάκι κι έπρεπε να τραβήξω τις γωνίες για να τελειώσω, δεν τις τραβούσα. Έγραφα κάτι πάνω στο διπλωμένο χαρτί και το έριχνα σ’ ένα μικρό καλαθάκι που είχε αυτή για το πλέξιμο. Μου το χάρισε τη μέρα που είπε «Δε θα χαλάσω εγώ τα μάτια μου για τις παλιοδαντέλες». Το γέμισα το καλαθάκι μ’ αυτά τα ψεύτικα γραμματάκια. Ήμουνα κάτι σαν ταχυδρόμος.

Πάντως το Θ και το Υ ταχυδρόμος δεν το έριξε. Έτσι λέει ο άλλος. Και τα δυο μαζί, χωρίς σφραγίδα όμως. Κάποιος ήρθε και τα πέταξε μόνος του κάτω απ’ την πόρτα. Τώρα τους άλλαξε κρυψώνα και δεν τα βρίσκω να τα διαβάσω με την ησυχία μου. Έπιασα πάλι δυο-τρεις λέξεις όταν πέρασα από πίσω της για ν’ αφήσω την κούπα στον νεροχύτη. Αυτή σαν χαμένη. Τι βλάκας. Ήταν ευκαιρία τώρα να βουτήξω κανένα κουλουράκι απ’ το πιάτο. Το έχω ξανακάνει και δε μου έχει πει τίποτα. Είναι σε τι φάση θα την πετύχεις. Τώρα διαβάζει και δε σηκώνει κεφάλι. Ξαναπερνάω. Λέξεις, λέξεις, λέξεις. Αλλού μικρά, αλλού κεφαλαία. Ο άλλος περιμένει με τον καφέ στον αέρα ν’ ακούσει, αλλά αυτή πρώτα το ρουφάει όλο το γράμμα μόνη της, κουνάει πάλι τα χείλια, κρατάει το μάγουλό της και κοιτάει όπως όταν βλέπει τρίχες στο νιπτήρα, άπλυτο έξω απ’ το καλάθι και δαχτυλιές στην ντουλάπα, ξεφυσάει, λέει πάλι «Ποιος κερατάς…», κοιτάζει απ’ το παράθυρο, λες κι είναι απ’ έξω ο κερατάς και την περιμένει, μου ρίχνει μια ματιά, έτσι, για να είναι σίγουρη ότι δεν κάνω καμιά διαολιά, το διπλώνει, το βάζει πάλι στο φάκελο, με στέλνει στο άλλο δωμάτιο.

«Μαμά, άνοικθ’ η μύτη μου…». Άσ’ το αυτό. Δεν πιάνει τώρα. Θα πάω στο σαλόνι, θα πάρω το λεξικό απ’ το σύνθετο, θα ανοίξω την τηλεόραση για να νομίζει αυτή ότι βλέπω, θα χαμογελάσω στον εαυτό μου (Γίνεται, δε γίνεται;), θα βρω μια ωραία λέξη, την πιο ακαταλαβίστικη. Το ΣΤΕΡΟ. Μου μένει ακόμα το ΣΤΕΡΟ. Δεν ήρθε όμως ακόμα η ώρα του. Πρώτα είναι το πίσω. Εκεί που κλείνει. Ένα μεγάλο μαύρο Π. Σαν τραπεζάκι. Η πάνω γραμμή πλατιά…