2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α' | |||||||||||||||
Ο καλός, ο κακός και ο...άσημος Δημοσίευση: 13-05-2009
- Τεύχος: Τεύχος 41 (Μάϊος 2009) Ο καλός, ο κακός και ο ...άσημος του Γιάννη Ξανθόπουλου Με αφορμή το 20 χρόνια της ΕΣΕ ο σκηνοθέτης Γιάννης Ξανθόπουλος γράφει για τις τριγωνικές σχέσεις παραγωγής, σκηνοθετών και σεναριογράφων. «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», ο τίτλος της περίφημης ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε είναι σίγουρα ένας από τους πιο πετυχημένους τίτλους στην ιστορία του κινηματογράφου. Κατά καιρούς έχει αποδοθεί παραλλαγμένος ή ατόφιος σε πολλά τρίγωνα ρόλων στην πραγματική ζωή. Στην δική μας περίπτωση μια μικρή παραλλαγή του, ταιριάζει γάντι στο προφανές τρίγωνο που απαρτίζουν οι τρεις βασικοί δημιουργοί μιας ταινίας. Ο παραγωγός, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος. Ποιος είναι ποιος; Ο καλός, ο κακός και ο …άσημος, όπου το γράμμα χί αυτοδιαγράφηκε ως ώφειλε εκ της ιδιότητός του. Είναι απολύτως βέβαιο και ταυτόχρονα τρομακτικό το γεγονός ότι αν ερωτηθούν τυχαία άνθρωποι, σχετικοί αλλά και άσχετοι με το χώρο του σινεμά, όλοι, μα όλοι θα βρουν τις σωστές αντιστοιχίες. Και ο πρώτος που εύκολα θα αντιστοιχηθεί στον επιθετικό προσδιορισμό του θα είναι ο σεναριογράφος. Ο άσημος. Για το “καλός και το κακός”, θα χρειαστεί ίσως λίγη σκέψη, όμως οι περισσότεροι θα δουν τον κακό παραγωγό και τον καλό σκηνοθέτη να γνέφουν ευχαριστημένοι με τα επίθετα που τόσο εύκολα και συνοπτικά τους προσδιορίζουν. Ο απλός κόσμος που βλέπει κινηματογράφο, κυρίως θυμάται και ξεχωρίζει στη μνήμη του τις ταινίες με βάση δύο πράγματα. Το στόρυ της ταινίας και τους ηθοποιούς. Αν ρωτήσετε κάποιον τι θυμάται από μια παλιά ταινία που του άρεσε θα πει δυό λόγια για την ιστορία και θα μνημονεύσει και κάποιους ηθοποιούς. «Φοβερή ταινία» θα πει, «αυτή με τον Ρίτσαρντ Τάδεσον και την Τζόυς Δείνα δεν λες; …που την παντρεύτηκε και την άλλη μέρα πήγε στον πόλεμο και έχασε τον αντρισμό του από νάρκη». Και έτσι θα έχει περιγράψει με τον συντομώτερο δυνατό τρόπο την ταινία. Και ενώ οι ηθοποιοί έχουν ονόματα και εικόνα, η ιστορία δεν έχει καμμία αναφορά στον δημιουργό της. Είναι εντυπωσιακό αλλά ακόμα και το σινεφίλ λεγόμενο κοινό, δεν γνωρίζει ονόματα σεναριογράφων των ταινιών. Εκτός ίσως από ελάχιστες ταινίες, για τις περισσότερες, ο κανόνας είναι πως δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο σεναριογράφος. Ένας συνεπής σινεφίλ γνωρίζει ποιος είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας, και ποιες άλλες ταινίες έκανε. Θα μου πείτε και τους παραγωγούς δεν γνωρίζουν αλλά εκείνοι είναι εξ’ορισμού οι κακοί, οπότε δεν υπάρχει κατηγόρια. Τέλος πάντων πέρα από την οποιαδήποτε πλάκα, η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια ιδιαίτερα σχέση ανάμεσα στον παραγωγό, τον σεναριογράφο και το σκηνοθέτη μιας ταινίας. Θα μιλήσω για την Ελλάδα, για την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας. Το πρόβλημα με την …«ασημότητα» του σεναριογράφου δεν είναι η μη αναγνωρισιμότητα μέσα στο σταρ σύστεμ, αλλά ότι μεταφράζεται έτσι και στη συνείδηση του παραγωγού, ο οποίος στον προυπολογισμό αντιστοιχίζει τη δουλειά του σεναριογράφου με ένα πολύ μικρό ποσοστό του budget της ταινίας. Ένας σεναριογράφος στην Ελλάδα παίρνει σαν αμοιβή κατά μέσο όρο ένα ποσό που στατιστικά κυμαίνεται στο δύο με τρία τοις εκατό του προυπολογισμού μιας ταινίας. Την ίδια στιγμή που στην Αμερική αυτό το ποσοστό μπορεί να φτάσει για τους καταξιωμένους επαγγελματίες μέχρι και το 10%! Η ιστορία δηλαδή μιας ταινίας, το σενάριό της, να κοστίζει μέχρι και το 1/10 του προϋπολoγισμού της. Οι δύο βασικοί χώροι που βάζουν χρήματα για να γίνουν ταινίες σήμερα στην Ελλάδα είναι από τη μια το Κέντρο κιν/φου και από την άλλη οι εταιρείες διανομής. Υπάρχουν και κάποιοι ιδιώτες χρηματοδότες αλλά αυτοί είναι ελάχιστοι και καθόλου συστηματικοί. Το κάνουν περιστασιακά και κατά περίπτωση. Στους δύο αυτούς χώρους διακινούνται όλα τα σενάρια, ελπίζοντας κάθε ένα απ’αυτά να βρει υποστηρικτές και έτσι σιγά σιγά να πάρει το δρόμο του για να γίνει ταινία. Σημειωτέον πως υπάρχει μια πληθώρα σεναρίων που έχουν γραφτεί εντελώς δωρεάν από τους σεναριογράφους τους, περιμένοντας κάποιο τυχόν ενδιαφέρον από τους παραγωγούς. Κι όμως όλα θα ξεκινήσουν για έναν παραγωγό από το σενάριο. Είναι ενδιαφέρον; Κρατά τον αναγνώστη – μελλοντικό θεατή- της ταινίας; Ποια ιστορία θα κάνουμε ταινία; Και κυρίως, με όσο γίνεται λιγώτερα χρήματα; Αυτή η τελευταία ερώτηση χαρίζει άνετα στον παραγωγό τον προσδιορισμό του «κακού». Η τρομακτική ανασφάλεια που νοιώθει ένας παραγωγός στήνοντας μια ταινία τον κάνει να πιστεύει ότι όσα λιγώτερα ξοδέψει τόσα περισσότερα θα γλυτώσει! Αν μάλιστα το Κέντρο κιν/φου δεν έχει βάλει χρήματα, τότε το στοίχημα είναι βαρύ. Μια μετρίου κόστους ταινία σήμερα στην Ελλάδα είναι κερδοφόρα εφόσον ξεπεράσει τα διακόσια χιλιάδες εισιτήρια στην πρώτη προβολή της. Υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά αυτός είναι ο κανόνας. Είμαστε μικρή χώρα, την γλώσσα μας δυστυχώς δεν μιλούν άλλοι λαοί, η πελατεία όλη κι όλη στο σύνολο του πληθυσμού δεν ξεπερνάει τα δύο εκατομμύρια κόσμο. Τόσοι είναι δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι που υπάρχει περίπτωση να δούνε μια ταινία στην Ελλάδα. Μια ταινία διακοσίων χιλιάδων εισιτηρίων θα έχει πείσει έναν στους δέκα δυνάμει θεατές να πάει να τη δει. Τα πράγματα δεν είναι λοιπόν καθόλου εύκολα για τον παραγωγό στην πληθυσμιακά μικρή μας χώρα. Μέσα σ’αυτό το κλίμα προστίθεται ο τρίτος και καλύτερος της παρέας, ο σκηνοθέτης. Ο άνθρωπος που θα κάνει δική του την ταινία, αυτός που θα τη χρεωθεί, αυτός που θα πάρει όλα τα εύσημα αν είναι καλή αλλά όχι υποχρεωτικά και το αντίθετο αν είναι κακή. Στη συνείδηση του κοινού, για μια κακή ταινία φταίει κυρίως το σενάριο και σπανιότερα η σκηνοθεσία. Ο ψόγος ξαφνικά προσφέρεται απλόχερα στον άσημο της παρέας, το σεναριογράφο. Ο σκηνοθέτης έχει συνήθως το απόλυτο δικαίωμα να επέμβει κατά το δοκούν στο σενάριο που γυρίζει. Είναι συνυπεύθυνος για το σεναριακό υλικό, αλλά αν και όταν γίνει η στραβή, εύκολα θα σπεύσει να υποδείξει ως φταίχτη τον σεναριογράφο. Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης είναι εξ ορισμού «ο καλός» της υπόθεσης. Είναι αλήθεια ότι για έναν σκηνοθέτη στην Ελλάδα, μια ταινία είναι ένας εξαντλητικός μαραθώνιος. Ίσως στο εξωτερικό με τα μεγαλύτερα budgets ένας σκηνοθέτης να εργάζεται σε καλύτερες συνθήκες, να μην κουράζεται το ίδιο. Αυτή η εργασιακή διαφορά πάντως δικαιολογεί την ψηλότερη θέση του στον προυπολογισμό της ταινίας σε σχέση με τον σεναριογράφο που - ο τυχεράκιας- αντί να τρέχει στα βουνά και στα λαγκάδια για γυρίσματα δεκατέσσερις ώρες τη μέρα, κάθεται μπροστά στο λάπτοπ του και δουλεύει με το πάσο του. Εννοείται βεβαίως πως και οι σκηνοθέτες δεν αμείβονται παρά με ένα επίσης χαμηλό ποσοστό του συνολικού προυπολογισμού της ταινίας σε σύγκριση με το εξωτερικό. Νάτος πάλι ο «κακός» παραγωγός που υποχρεωμένος από την μικρή πελατεία του, φοβάται να βάλει βαθύτερα το χέρι στην τσέπη. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι όλες οι παραπάνω εργασιακές σχέσεις των τριών μερών του τριγώνου παραγωγός – σκηνοθέτης – σεναριογράφος, ισχύουν για την κινηματογραφική πλευρά του θεάματος. Η τηλεόραση διέπεται από κάποιους δικούς της κανόνες που διαφοροποιούν σε ένα βαθμό αυτές τις σχέσεις. Εκεί πραγματικός παραγωγός είναι το εκάστοτε κανάλι και ο κατ’όνομα παραγωγός απλώς διαχειρίζεται τον προυπολογισμό, είναι αποκλειστικά εκτελεστής παραγωγός. Αυτό δεν τον εμποδίζει βέβαια να συνεχίσει να έχει το ρόλο του κακού αφού εξακολουθεί να είναι τύποις το αφεντικό. Κατά δεύτερον οι σεναριογράφοι στην ελληνική τηλεόραση έχουν περισσότερο αναγνωρισμένο ρόλο από ότι στον κινηματογράφο. Συχνά οι σεναριογράφοι πληρώνονται καλύτερα από τους σκηνοθέτες. Τα κανάλια αναζητούν εναγωνίως σενάρια και όχι σκηνοθέτες. Στην ελληνική τηλεόραση υπάρχει η έννοια του σταρ σεναριογράφου, στο σινεμά όχι. Συχνά μεγάλες μεταγραφές από κανάλι σε κανάλι αφορούν εκτός από τους σταρ παρουσιαστές - δημοσιογράφους και τους καταξιωμένους από την τηλεθέαση και τον μετρητή της AGB σεναριογράφους. Ο κόσμος που βλέπει τηλεόραση, γνωρίζει περισσότερους σεναριογράφους από ότι σκηνοθέτες. Πολλά σήριαλ λέμε ότι είναι του τάδε σεναριογράφου και όχι του τάδε σκηνοθέτη. Σ’αυτές τις περιπτώσεις την θέση και τον χαρακτηρισμό του άσημου παίρνει ο σκηνοθέτης, του καλού ο σεναριογράφος και του κακού, εξ ορισμού και αρχετυπικά, ο παραγωγός. Tελειώνοντας, θέλω να κάνω μια ευχή. Μπορεί να γκρινίαζουν οι περισσότεροι για την κατάσταση στον οπτικοακουστικό ευρύτερο χώρο, αλλά όσο υπάρχουν άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να συνεχίζουν κάτω από φτωχές συνθήκες να υπηρετούν την τέχνη και την αλήθεια, το πράγμα μόνο μπροστά μπορεί να πάει. Σημασία έχει να συνεχίσουν παρά τα προβλήματα να φτιάχνονται καλές δουλειές, δουλειές για τις οποίες να είναι περήφανοι και οι τρεις πόλοι του τριγώνου. «Καλοί» και «κακοί», «άσημοι» ή μη, να συνεχίσουν ακάθεκτοι την καλή και δημιουργική δουλειά. | |||||||||||||||