2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Το Πάσχα της αγάπης και οι άλλοι

Δημοσίευση: 13-04-2009 - Τεύχος: Τεύχος 40 (Απρίλιος 2009)



Το Πάσχα της αγάπης και οι άλλοι 

του Γιάννη Καλπούζου

 
"Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα..."
"Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται, Πάσχα καινόν, άγιον Πάσχα...Πάσχα πανσεβάσμιον...Πάσχα άμωμον..."

Πάσχα της ελπίδας, της λύτρωσης και της αγάπης ψάλλουν στις εκκλησίες και την αγάπη διακηρύττει η χριστιανική θρησκεία. Πόσο όμως το Πάσχα με όλα τα μηνύματά του αγγίζει ή περικλείει στην αγκαλιά του και τους μη χριστιανούς; Τους “άλλους”.

Ανατρέχοντας στο χρόνο που πέρασε, διαπιστώνει κανείς ότι το μήνυμα της αγάπης και της συναδέλφωσης των λαών παρέμενε κενό γράμμα, σε ό, τι αφορά την συμπεριφορά προς τους αλλόδοξους. Ας σταθούμε στη χαρακτηριστική περίπτωση των Εβραίων. Αντί της αγάπης καλλιεργήθηκε το μίσος. Η ίδια η εκκλησία το εκκόλαψε και σε κάθε περίπτωση δεν προσπάθησε να αποτρέψει πράξεις βίας και συμβολικές ενέργειες που υπέθαλψαν τη διαιώνισή του.

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ο κύριος διαχωρισμός μεταξύ των ανθρώπων ήταν χριστιανοί, μουσουλμάνοι και ιουδαίοι. Οι μουσουλμάνοι ως η ηγεμονεύουσα τάξη και φυσικά η πλέον ισχυρή, βρισκόταν από αδυναμία ή και από υποτέλεια στο απυρόβλητο των χριστιανών, παρά το γεγονός ότι οι μεν και οι δε θεωρούσαν τους άλλους άπιστους. Απεναντίας οι Εβραίοι γίνονταν στόχος των χριστιανών. Κι οι λόγοι ποιοι ήταν; Ίσως έχουν τις απαρχές τους στο μίσος που γέννησε η λεγόμενη «συκοφαντία του αίματος» που πρωτοεμφανίζεται το Μεσαίωνα και γίνεται τότε αφορμή φοβερών διωγμών κατά των Εβραίων στην Αγγλία, στην Ισπανία (απ’ όπου και οι περισσότεροι Εβραίοι της Άρτας) και στη Γερμανία. Διωγμοί που αναβιώνουν το 19ο αιώνα σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και αλλού. Και η συκοφαντία συνίσταται στις κατηγορίες ότι οι Εβραίοι σκότωναν αλλόφυλους για να χρησιμοποιήσουν το αίμα τους στα άζυμα του Πάσχα. Η δυτική εκκλησία πρωτοστάτησε με την Ιερά Εξέταση και στη συνέχεια δυτική και ανατολική διατήρησαν και διέδωσαν τη συκοφαντία και το μίσος. Ως και ο πάτερ Κοσμάς, καταφερόταν εναντίον των Εβραίων με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς.

Ωστόσο για να προκύψει μια συκοφαντία δεν αρκεί το γεγονός ότι οι Εβραίοι υπήρξαν οι σταυρωτές του Χριστού, ο οποίος ήταν κι αυτός Εβραίος, όπως και οι μαθητές του και πολλοί οπαδοί του που έγιναν χριστιανοί. Δεν πείθει, δηλαδή, το επιχείρημα ότι μια θρησκευτική ομάδα έγινε ο αποδιοπομπαίος του κόσμου, επειδή συνέχισε να αναμένει τον Μεσσία. Άλλοι λόγοι (οικονομικοί, εμπορικοί, επικράτηση των χριστιανών ως κυρίαρχη τάξη μεταξύ των ραγιάδων κ.λ.π.) οδήγησαν τους κατά καιρούς ιθύνοντες να εκμεταλλευτούν το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού και να εκθρέψουν το τυφλό μίσος.

Ας έλθουμε όμως στο αρχικό μας θέμα και σε ορισμένα παραδείγματα. α)Μέρες Πάσχα επί Οθωμανοκρατίας, καθώς και μετέπειτα στην Άρτα, τη Μ. Παρασκευή μετά τον επιτάφιο πλήθος νεαρών περιδιάβαιναν στην εβραϊκή συνοικία και πετούσαν χαλίκια και πέτρες στα παράθυρα των εβραϊκών σπιτιών. β) Όλη τη Μ. Εβδομάδα και μέχρι την Κυριακή του Θωμά η μητρόπολη εξέδιδε διαταγή να μην ψωνίζει κανείς χριστιανός από τα καταστήματα των Εβραίων. γ)«15 Απριλίου 1872, την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου….» αναφέρει ο Κρυστάλλης στο ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΚΑΛΑΜΕΝΙΟΥ για την πόλη των Ιωαννίνων «…οι Εβραίοι έβρισαν το Χριστό. Χύθηκαν τότες οι χριστιανοί κι έδερναν κι έσφαζαν κι έριχναν τα σπίτια των Οβραίων. (επεισόδια που οι αληθινές αιτίες βρίσκονταν στον ανταγωνισμό Ελλήνων και Εβραίων εμπόρων). δ)Σε περιοχές της Ελλάδας έκαιγαν και καίνε ακόμη το ομοίωμα του Εβραίου αντί για τον Ιούδα,, και ε) Στα Κάλαντα της Μ. Παρασκευής η αναφορά στους Εβραίους κάθε άλλο παρά συνάδει με τα μηνύματα του Πάσχα «… Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά και τρις καταραμένοι…».

Όλα τούτα δεν έρχονται σε φοβερή αντίθεση με τα λόγια του ίδιου του Χριστού; «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρώμενους υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Κατά Ματθαίον ε, 44).

Κι όμως ακόμη σήμερα υπάρχουν κάλαντα με «σκυλιά και τρις καταραμένους Εβραίους». Όταν μάλιστα το γενεαλογικό δέντρο του Χριστού είναι η εβραϊκή ρίζα. Όταν η εβραϊκή ή Ισραηλιτική θρησκεία και φυσικά η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι παρά η εθνική ιστορία των Εβραίων. Όταν η Γέννησις, η Έξοδος, το Λευϊτικόν κ.λ.π. είναι η ιστορία τους. Όταν οι ψαλμοί του Δαβίδ ή το Άσμα ασμάτων είναι η φιλολογία της εβραϊκής φυλής. Όταν ο ίδιος ο Ιησούς γιόρτασε το νομικό Πάσχα των Ιουδαίων την παραμονή των Παθών Του, κι όταν ακόμη σήμερα ψάλλομε στο δικό μας Πάσχα στις εκκλησίες «Φωτίζου, Φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ. Η γαρ δόξα κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν και αγάλλου Σιών …».

Θα πει κανείς, τα κάλαντα ανήκουν στην παράδοσή μας. Όμως κάθε παράδοση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι είναι καλή και πρέπει να διαιωνίζεται. Βέβαια οι λαοί, πέραν από τις κατά καιρούς και κατά τις περιόδους του έτους που εξάπτονταν τα θρησκευτικά πάθη, έζησαν μαζί με αρμονία. Αναπτύχθηκαν φιλικές σχέσεις μεταξύ χριστιανών και Εβραίων (όχι όμως σε έκταση όσο με τους Οθωμανούς) και οι δεύτεροι συντάχθηκαν στον κοινωνικό ιστό της διευρυμένης Ελλάδας μετά το 1881. Αναφέρει ο Σπ. Παγανέλης, όταν επισκέφθηκε την Άρτα το 1905, ότι βρήκε Εβραίους εύζωνες με φουστανέλες, ενώ όταν έγινε η απελευθέρωση το 1881 ο αρχιραββίνος υποδέχθηκε το στρατό και αργότερα το βασιλιά Γεώργιο μαζί με τους άλλους Έλληνες επισήμους και φυσικά πλήθος Ελλήνων και Εβραίων κατοίκων. Επίσης αναφέρεται ότι στην κηδεία του μητροπολίτη Σεραφείμ το 1894 υπήρχαν πολλά στεφάνια Εβραίων, ενώ είναι γνωστή η μετέπειτα συμμετοχή αρκετών στα πατριωτικά και απελευθερωτικά κινήματα.

Παρ’ όλα αυτά οι «τρις καταραμένοι» συνέχισαν να υπάρχουν στα κάλαντα. Τα ψάλλαμε παιδιά και συνεχίζουν να ψέλνονται ως και σήμερα (όπου διατηρείται το έθιμο τη Μ Παρασκευή). Παράλληλα ήταν και είναι βαθειά ριζωμένος ο αντισημιτισμός, κόντρα στις πανανθρώπινες αξίες της διδαχής του Χριστού. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συνέβαλλε σ’ αυτό η νοοτροπία αιώνων που καλλιεργήθηκε από ηγέτες, θρησκευτικούς ταγούς, πολλούς λογοτέχνες ανά τον κόσμο μη εξαιρουμένων των πιο σπουδαίων και η παράδοση επηρεασμένη από θρησκευτικά πάθη και μη. Όλα τούτα, βέβαια, δεν δικαιολογούν τη στάση του σημερινού Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστίνιους. Όμως κανένας λαός δεν μπορεί να συκοφαντείται και να καταδικάζεται συλλήβδην. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταδίκη και μακροβιότερη απ’ αυτή που περνά μέσα από την παράδοση και παραδίδεται δια στόματος από γενιά σε γενιά. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, η οποία ουδέποτε είχε μπει σε συναγωγή και ουδέποτε γνώρισε Εβραίο να αποκαλεί «συναγώι» τις θορυβώδεις διενέξεις των τριών εγγονών (ανεξάρτητα αν επικρατεί απόλυτη ησυχία στις Συναγωγές), ή άλλους να βρίζουν «Οβριό» κάποιον κακοήθη ή «Οβριά» μια γυναίκα πανούργα κ.λ.π. Ρίζωσαν όλα στη συλλογική μνήμη και να δούμε πότε και εάν θα ξεριζωθούν.

Εξάλλου δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο η ρατσιστική μας στάση, ακόμη κι αν η ίδια η φυλή των Εβραίων μέσα από τους διωγμούς που υπέστη, τη φτώχια, τους κατατρεγμούς και την πλήρη εξαθλίωση (όπως π.χ. την περιγράφει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος στην Κων/πολη αρχές του 19ου αιώνα) έδωσε αφορμές και λαβές για ποικίλα σχόλια. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε ως προς τη φρίκη της φτώχιας τον Χρήστο Χρηστοβασίλη στο «Περί εβραίων» (Θεσσαλονίκη τέλη 19ου αιώνα) «Διακρίνει τις επί του προσώπου ζωγραφισμένην με τα μελανότερα χρώματα την θλίψην, την απελπισίαν, την απόγνωσιν και αισθάνεται φρίκην, κλονισμόν των εντοσθίων του! Η φτώχεια είναι χειρότερη του θανάτου, διότι ο μεν θάνατος πλήττει άπαξ, δεις, τρις, τετράκις, η δε φτώχεια διηνεκώς και ακαταπαύστως».

Σκυλιά και τρις καταραμένοι, λοιπόν, οι Εβραίοι, τουρκοφάγος ο Νικηταράς, βουλγαροκτόνος ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος. Κι εμείς; Ο υπερούσιος λαός; Μήπως πρέπει στρέφοντας προς εμάς αντίστοιχους χαρακτηρισμούς, τους οποίους πραγματικά ή υποθετικά εκτοξεύουν οι «εχθροί μας» να αναλογιστούμε τι προσφέρουν στη δημιουργία γεφυρών μεταξύ των λαών και έτσι να αναθεωρήσουμε τη μονοδιάστατη αντίληψη μας; Μήπως μέρες Πάσχα που είναι, ήρθε ο καιρός να δούμε και με τα μάτια των «άλλων»;

Γιάννης Καλπούζος