2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α' | |||||||||||||||
DVD 18 Το άρωμα Μεγαλώνοντας στο ορφανοτροφείο, κάτω από απάνθρωπες και ανηλεείς συνθήκες, ο Γκρενουίγ, θα αναπτύξει στον μέγιστο βαθμό της αίσθηση της όσφρησης, σώζοντας στην μνήμη του όλες τις μυρωδιές που απαντούσε στο περιβάλλον. Η ευκαιρία που θα του δώσει ο περιβόητος μα ξεπεσμένος αρωματοποιός της πόλης, Μπαλντίνι, να σεργαστεί στο πλάι του, φτιάχνοντας καινούργιες συνταγές μύρων για την αριστοκρατία, θα του δώσει ελευθερία στην δημιουργική του έκφραση. Προκειμένου να καλύψει την αχόρταγη επιθυμία του για καινούργιες μυρωδιές, θα αναζητήσει την ολοκλήρωση, απομυζώντας την εσάνς, του ανθρώπινου σώματος. Από το 1985 που κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Patrick Sueskind, που έφτασε να πουλήσει περισσότερα από 15 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, αμέτρητοι ήταν οι δημιουργοί που εποφθαλμιούσαν να το μετατρέψουν σε κινηματογραφική. Αναμενόμενο ήταν πως κάποτε κάποιος θα αναλάμβανε το ρίσκο να το γυρίσει σε φιλμ, ριψοκινδυνεύοντας είτε να πετύχει, είτε, το πιό πιθανό, ν’αποτύχει. Ασπαζόμενος στοιχεία φορμαλισμού, ο Τομ Τίκβερ, αποτυγχάνει παντελώς να μεταφέρει στην οθόνη ένα κείμενο που εκ προοιμίου, λόγω της τεράστιας επιτυχίας του ως βιβλίου, του εξασφάλιζε θεαματικότητα. Ένα από τα πολλά ατυχή στοιχεία του έργου είναι και η παρουσία αφηγητή, που δεν επιτρέπει στο θεατή να ταυτιστεί με τον μάλλον αντιπαθητικό ήρωα, αν είναι δυνατόν φυσικά να ταυτιστεί κάποιος με έναν στυγνό δολοφόνο. Το σενάριο πάσχει εν τω συνόλω του και οι χαρακτήρες του έργου παραμένουν στο επίπεδο της καρικατούρας. Το πιό λυπηρό όμως είναι η κατ’ επανάληψη εξόντωση νεαρών γυναικών ηθοποιών που ως γυμνά και κουρεμένα γουλί πτώματα χρησιμεύουν μόνον ως καλλιτεχνικό άλλοθι χωρίς ποτέ να τους δίδεται η ευκαιρία να αποδώσουν τους ρόλους τους. Ίσως αν είχε εμβαθύνει στους χαρακτήρες ο Τίκβερ η κατάσταση θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική. Όμως η περιορισμένη δραματουργική ανάπτυξη των ρόλων τόσο του Mπεν Γουίσο, στον ρόλο του serial killer όσο του Ντάστιν Χόφμαν ως αρωματοποιό Μπαλντίνι και του Άλαν Ρίκμαν ως αριστοκράτη υποβιβάζει τη σημασία του εγχειρήματος. Προσθέτωντας όμως στο μείγμα τα εντυπωσιακά σκηνικά και τα κοστούμια καταφέρνει να κάνει την ταινία αν μη τι άλλο, ανεκτή, σίγουρα όμως δεν συνισταται για παιδιά. Πέντε λεπτά ακόμα Μειξη fantasy film και μαύρης κωμωδίας είναι η ταινία που μας προτείνει στην πρώτη ολοκληρωμένη σκηνοθετική του απόπειρα ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιάννης Ξανθόπουλος. Το θέμα καίτοι δεν είναι πρωτότυπο - αν θυμηθεί κανείς το κλάμα που είχαν ρίξει οι θεατές με το δίδυμο Ντέμι Μούρ και του φαντάσματος του Πάτρικ Σουέηζ που χαριεντίζονταν υπό τους ήχους του Unchain Melody μέσω του σώματος της υπέροχης ως μέντιουμ Γούπι Γκόλντμπεργκ. Εδώ βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο μελοδραματικά, αλλά μάλλον κωμικότερα. Όμως αν και το προαναφερόμενο Γκόουστ αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό ήταν γιατί παρά το fantasy genre του η ρεαλιστική αφήγηση φάνταζε αληθινή, και το Πέντε Λεπτά Ακόμα, παρά την πιό φανταιζίστικη σκηνοθετική προσέγγιση του και το αίσιο τέλος σίγουρα θα σας κάνει να περάσετε ένα υπέροχο βράδυ σπίτι σας, με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη όλων των μελών της οικογένεια σας, ακόμα και του πιό δύσκολου θεατή. Η υπόθεση έχει να κάνει με τον άτυχο Τάσο (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος) που η ζήλεια του στοίχισε την ίδια του την ζωή, αφού στην τελευταία κρίση ζηλοτυπίας προς την κοπέλα του, την Αλίκη (Παναγιώτα Βλαντή), πέφτει θύμα τροχαίου. Οι Αρχάγγελοι όμως θα φανούν μεγαλόψυχοι και αντί να τον στείλουν κατευθείαν στον Άγιο Πέτρο, του χαρίζουν ακόμη πέντε αόρατα, επί γης, λεπτά, δίνοντάς του την δυνατότητα, να ξαναβρεί τα αγαπημένα του πρόσωπα. Η ζήλεια όμως καταλαμβάνει τον αποθανόντα Τάσο μόλις αντιλαμβάνεται πως ο κολλητός του Κωνσταντίνος (Φάνης Μουρατίδης) προσπαθεί να “ρίξει” την ολομόναχη, πλέον, Αλίκη! Η πρωτοτυπία του φιλμ σε σχέση με άλλες ελληνικές παραγωγές, είναι τα ειδικά εφέ, που συμβάλουν ώστε να αναδειχτεί όσο το δυνατόν περισσότερο η μορφή του ήρωα σαν φάντασμα. Η κάμερα του Ξανθόπουλου προσπαθεί διαρκώς να κρατήσει σε εγρήγορση τον θεατή με τον ταχύτατο ρυθμό στη κίνηση της και ευτύχημα για το φιλμ αποτελεί η παρουσία του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου. Κάνοντας μια εξαιρετική ερμηνεία, απόδειξη ότι βραβεύτηκε με το βραβείο πρώτου ρόλου στα κρατικά βραβεία 2006, ο γνωστός τοις πάσι, εξαιτίας των αμέτρητων τηλεοπτικών του επιτυχιών ηθοποιός, αναλαμβάνει να φέρει επιτυχώς και ευτυχώς σε πέρας το φιλμ, συνεπικουρούμενος από τη γοητευτικότατη Παναγιώτα Βλαντή (πρωταγωνίστρια εφέτος και στη ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Σάββα Καρύδα “Στα Όρια») και τον Φάνη Μουρατίδη, γνωστό από τη παρουσία του στη μικρή οθόνη. Ας μην παραβλέψουμε όμως να εκθειάσουμε τις παρουσίες του δίδυμου Βαλαβανίδη – Πιατά, που κρατούν με ιδιαίτερη αυτοσχεδιαστική άνεση τους ρόλους των Αρχαγγέλων. | |||||||||||||||