2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Μια βραδιά στο Βούπερταλ

Δημοσίευση: 18-04-2007 - Τεύχος: Τεύχος 17 (Φεβρουάριος 2007)



Μια βραδιά στο Βούπερταλ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Τις μέρες των Χριστουγέννων βρέθηκα στη Γερμανία και μπορώ να πω ότι, μερικές στιγμές, ένοιωσα σαν να είμαι στο σπίτι μου. Στο Bieleferd, μια μικρή επαρχιακή πόλη, δεν περίμενα ότι θα δω Έλληνες. Και όμως ολόκληρη η πολυκατοικία ήταν ελληνική. Μετά από αυτό το χαρούμενο σοκ άρχισα να νιώθω πιο άνετα, παρότι που η συννεφιά και η έλλειψη του ήλιου με έριχνε. Σύντομα πήγαμε στο σπίτι των γειτόνων που είχαν στην Γερμανία πάνω από είκοσι χρόνια. Μας είχαν ετοιμάσει ελληνικό φαγητό και δεν θα μπορούσαμε να αντισταθούμε. Στην τηλεόραση έπαιζε ο Ευαγγελάτος. Ελληνική τηλεόραση με τις διαμάχες στα κανάλια, με τις φωνές στα παράθυρα. Αυτό που πολλές φορές σιχαίνομαι,την κατάντια της τηλέορασης,τώρα την ήθελα στο δωμάτιο μου. Δορυφορική και ελληνική. Λίγο αργότερα πήγαμε βόλτα με τα παιδιά της οικογένειας. Ο μικρότερος παρακολουθούσε τα μαθήματα του στο ελληνόφωνο σχολείο.

Οι μέρες περνούσαν και άρχισαν να μου λείπουν μερικά πράγματα που μπορεί κάποιος να βρει μόνο στην Ελλάδα(εδώ μπορεί να γελάσετε λίγο). Ο φραπές, και φυσικά η φέτα. Με έκπληξη ανακάλυψα ότι σχεδόν σε κάθε πόλη υπάρχει ένα Ελληνικό Σούπερ Μάρκετ. Φέτα; Με το κιλό. Και όσον αφορά τον Φραπέ, το Royal είχε την λύση.

Τι είναι το Roayal; Είναι μια ελληνική καφετέρια, όπου μπορείς να φας “Tiropita” και “Spanakopita” (όπως ακριβώς τα έγραφε στον κατάλογο). Και εννοείται ότι έπαιζε ελληνική μουσική, και μάλιστα τα καινούργια. Και όλα αυτά στο Bieleferd, μια μικρή επαρχιακή πόλη, για τα δεδομένα της Γερμανίας.Υπάρχουν ακόμα γνήσια ελληνικά καφενεία, μέρη που κρύβουνε μια μεγάλη ιστορία πίσω τους -οι μεγαλύτεροι τα ξέρετε καλύτερα- σκορπισμένα στους δρόμους της χώρας. Ένα από αυτά είναι η «Ομόνοια». Καλό μέρος για χαρτί, χωρίς λεφτά (βέβαια ποτέ δεν ξέρεις) και για καφέ.

Περνούσαν οι μέρες και ήρθε ο καιρός για το δώρο μου: Ρούχα. Μετά τα ψώνια ήμασταν εξαντλημένοι. Πήγαμε σε μια γερμανική καφετέρια. Όπως κατεβάζαμε στο λαιμό μας τον ζεστό καφέ έρχεται κάποιος, προτείνει το χέρι του και λέει «γειά σας». Ήταν αυτός που είχε το μαγαζί, φίλος με τον πατέρα μου και πολύ καλός επιχειρηματίας. Παραμονή Χριστουγέννων τα εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά και οι καφετέριες έκλειναν στις τέσσερις. Ωστόσο σε μια καφετέρια, με τις πόρτες κλειδωμένες, μια παρέα Ελλήνων διασκέδαζε με κρασί, ελληνική μουσική στην διαπασών και τον ιδιοκτήτη του καταστήματος να κερνάει. Η μουσική ακουγόταν στον άδειους πλακόστρωτους δρόμους, κοντά στο εμπορικό κέντρο, την ώρα που ο αέρας έπαιρνε τα φύλλα.

Σκέφτηκα ότι ο κόσμος είναι τεράστιος, η ζωή μικρή, ο χρόνος λίγος και η μοναξιά δεδομένη. Κάποιο τραίνο περνάει βιαστικό μέσα στην άδεια νύχτα και εσύ μέσα σε αυτό, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από αυτό που θεωρείς σπίτι, κοιτάς ένα σκοτεινό τοπίο, μια πεδιάδα χωρίς τέλος, και μεγάλα μαύρα δέντρα χωρίς φύλλα. Και όλα αυτά τα "ελληνικά μέρη" σε κάνουν να νιώθεις ασφάλεια, όχι επειδή έχει να κάνει με πατριωτισμό αλλά επειδή νιώθεις πιο κοντά σε αυτά που έχεις συνηθήσει.

Επόμενος σταθμός, το Βούπερταλ. Μια όμορφη μικρή πόλη, που απλώνεται γύρω από τον ποταμό Wupper, από τον οποίο πήρε και το όνομα της. Ξακουστή σε όλη την Γερμανία για το "ιπτάμενο τρένο" της. Με αυτό πήγαμε από το Wuppertal – Barmen στην περιοχή Wuppertal – Wupperfeld. Κατεβαίνουμε από το τρένο και μετά από δύο λεπτά, ακούμε ελληνικά. Καλό σημάδι. Κάπου εδώ θα είναι και το ελληνικό κέντρο. Και αλήθεια, αριστερά και δεξιά της λεωφόρου υπάρχουν κατά μήκος της ελληνικές καφετέριες, καφενεία,μια ελληνική ταβέρνα, ένα ζαχαροπλαστείο και ένα σούπερ μάρκετ. Μα καλά που είμαι; Στην Ελλάδα; Είναι κανένας από Άρτα;

Πήγαμε στην καφετέρια Βυζάντιο. Φραπές. Και πάλι φραπές και ελληνική μουσική. Καθόμασταν δίπλα από το παράθυρο και καμιά φορά περνούσε κανένας Γερμανός και μας χαμογελούσε, σαν να μας έλεγε « μου αρέσετε εσείς οι Έλληνες». Πιάσαμε κουβέντα με αυτόν που είχε το μαγαζί και τον ρώτησα πόσοι Έλληνες βρίσκονται στην περιοχή. "5.000 Έλληνες στο Wuppertal" είπε "και αν θυμάμαι καλά 2.000 στο Βielefeld».

"Και μην ξεχνάτε" συνέχισε " ότι αυτές οι πόλεις είναι επαρχιακές. Αν αναλογικά προσπαθήσουμε να βρούμε πόσοι Έλληνες είναι σκορπισμένοι στην Γερμανία θα θα μας εντυπωσιάσει ο αριθμός τους. Μας έδειξε και μια εφημερίδα της ομογένειας με τον τίτλο «Επισκέπτης» με τοπικά νέα αλλά και νέα από την Ελλάδα και με διαφημίσεις ελληνικών μαγαζιών, που έπαιζαν ζωντανή μουσική. Επιστροφή στο Wuppertal – Barmen με τις καλύτερες εντυπώσεις. Αλλά η μέρα δεν είχε τελειώσει. Αυτό που έλειπε ήταν ένα καλό, χορταστικό ελληνικό φαγητό. Στο μαγαζί El Greco, στην περιοχή Rott,απολαύσαμε πίτα γύρο (από τις καλύτερες που έχω δοκιμάσει) και μπιφτέκι γεμιστό με φέτα λιωμένη, πατάτες τηγανητές και χωριάτικη σαλάτα. Θεσπέσια.

Η Πρωτοχρονιά πλησίαζε και ο πρώτος μας προορισμός για ρεβεγιόν ήταν ο σύλλογος Ηπειρωτών της περιοχής. Φθηνό φαγητό, μουσική αλλά όχι ζωντανή και πολλά τραπέζια. Επειδή όμως, πρώτη φορά βρισκόμουν στην Γερμανία, αποφασίσαμε να πάμε κάπου καλύτερα, ή απλά κάπου διαφορετικά. Βρέθηκα λοιπόν με τον πατέρα μου και την υπόλοιπη παρέα, σ΄ ένα ελληνικό πιτογυράδικο, που είχε όμως χώρο για να κάτσουν παραπάνω από

50 άτομα (ήταν κάτι ανάμεσα από μπαρ – εστιατόριο και ελληνικό σουβλατζίδικο). Όση ώρα η Γερμανίδα υπάλληλος έκανε τις πίτες, πίναμε γερμανική μπύρα, συζητώντας με την ιδιοκτήτρια του καταστήματος, η οποία ήταν φυσικά, δικιά μας.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ήμασταν οι μοναδικοί Έλληνες μέσα στον χώρο. Όλοι οι άλλοι ήταν Γερμανοί, που έπιναν τις μπύρες τους και τρώγανε ελληνική πίτα γύρο. Και εδώ τα ίδια. Περισσότεροι Γερμανοί από Έλληνες στα ελληνικά μαγαζιά. Και λογικά, αυτό πρέπει να έχει να κάνεε με την κουλτούρα μας, την κουζίνα μας και τον τρόπο ζωής μας. Γιατί όσο πιο βόρεια, τόσο πιο κρύα τα πράγματα. Και όλοι θέλουν ζεστασιά.

Η ώρα κόντευε δώδεκα και σε λίγο θα έβλεπα κάτι που θα με άφηνε άφωνο. Στην Γερμανία το έθιμο έχει ως εξής: Κορίτσια, αγόρια, άντρες, γυναίκες τρέχουν μέρες πριν στα σούπερ μάρκετ για να πάρουν πυροτεχνήματα με το κιλό. Και όταν μπει ο καινούργιος χρόνος, σε κάθε γωνία της Γερμανίας, σε κάθε στενό, δίπλα από κάθε παγκάκι, μέσα στα πάρκα χιλιάδες άνθρωποι βάζουν φωτιά στα πυροτεχνήματα και στον ουρανό. Η ώρα είχε πάει τρείς και δεν είχαν σταματήσει. Ακόμα και την επόμενη μέρα, το πρωί, άκουγες που και που κανένα να σκάει στον αέρα.

Η Γερμανία με γέμισε με ανάκατα αισθήματα. Είναι μια περίεργη χώρα για τα δικά μου δεδομένα, είναι αυστηρή, άκρως βιομηχανική, είναι φθηνή, είναι κρύα, είναι σκοτεινή. Το σπίτι είναι κάτι που εύκολα μπορείς να πεθυμήσεις. Όπως εγώ για παράδειγμα, και όπως πολλοί άλλοι. Εγώ επέστρεψα, μα αυτοί μένουν μόνιμα εκεί.