2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Σημειώσεις 35

Δημοσίευση: 11-10-2008 - Στήλη: Σημειώσεις - Τεύχος: Τεύχος 35 (Οκτώβριος 2008)



Ευφυολογήματα από τον Γιώργο (Σκούμα) , Θοδωρή  (Σακκά) και Πάνο (Κυρίτση)

• Πώς λέγεται η Arta Press που ασχολείται με την μόδα; Arta Dress!
• Πώς λέγεται η Arta Press που ασχολείται με τα ναυτιλιακά; Arta Πλευς!
• Πώς λέγεται η Arta Press που ασχολείται με την στοματική υγιεινή; Arta Crest!
• Πώς λέγεται η Arta Press που ασχολείται με τον Χριστιανισμό; Arta Bless!
• Πώς λέγεται η Arta Press που τυπώνεται στο κέντρο της Άρτας; Arta Μες!
• Πώς λέγεται η Arta Press που γράφεται από emo; Arta Κλαις!
• Πώς λέγεται η Arta Press που γράφεται από κανίβαλους; Arta Flesh!
• Πώς λέγεται η Arta Press που είναι ευγενική; Arta θες?
• Πώς λέγεται η Arta Press που κυκλοφορεί στην Πάτρα; Patra Press!
• Πώς λέγεται η Arta Press που πίνει καφέ; Arta Nες
• Πώς λέγεται η Arta Press που λέει «ναί» σε όλα; Arta Yes!
• Πώς λέγεται η Arta Press που κάνει μπανιστήρι; Arta Δες!
• Πώς λέγεται η Arta Press που ανάβει φωτιές; Arta Καίς!
• Πως λέγεται η Arta Press που ανήκει στο παρελθόν; Arta Χθες!
• Πως λέγεται  η Arta Press που κερνάει; Arta Πιές!
•  Πως λέγεται  η Arta Press που κατηγορεί;   Arta Φταίς!
• Πως λέγεται  η Arta Press που ανακαλύπτει; Arta Βρες!
• Πως λέγεται  η Arta Press που αναρωτιέται; Arta Λες;

 (συνεχίζεται…)


Νέα διόδια
Παλιοί δρόμοι

Η εθνική (ο Θεός να την κάνει) οδός Κορίνθου - Πατρών έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο επικίνδυνος δρόμος στην Ευρώπη: 120 χιλιόμετρα με μόνον στα 23 να υπάρχουν στηθαία ασφαλείας, 20 επικίνδυνα σημεία, δηλαδή μια παγίδα κάθε έξι χιλιόμετρα, μερικές δεκάδες νεκροί κάθε χρόνο, τι της έλειπε; Η αύξηση των διοδίων για έργα που θα γίνουν στο μέλλον! Πράγματι έχουν (μακάβριο) χιούμορ οι κυβερνώντες και οι κατασκευαστές.


ΙΜΑΡΕΤ

Στη σκιά του ρολογιού

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου που κυκλοφορεί το Νοέμβριο από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

“Τα καταστήματα είχαν στέγαστρα τσίγκινα ή με κεραμίδια, όπως άλλωστε όλα τα σπίτια της πόλης, των οποίων η στέγη προεξείχε στις προσόψεις περί τα δυο μέτρα, για να προστατεύει από τη βροχή και τον ήλιο. Οι καταστηματάρχες, όρθιοι, περίμεναν τους πελάτες στις εισόδους και πλήθος κόσμου πηγαινοερχόταν. Ποικιλία χρωμάτων και ενδυμασιών, άνθρωποι κάθε οικονομικής τάξης, φύλου και φυλής, αλλά και υποζύγια, άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια, χωρίς να λείπουν τ’ αδέσποτα σκυλιά. Φουστανέλες, φράγκικα κοστούμια, κάπες, μαύρα πανωφόρια, χρυσοκέντητα καφτάνια, ντουλαμάδες, κόκκινα φέσια, άσπροι σκούφοι,τσαρούχια….άντρες, γυναίκες, παιδιά, Έλληνες, Οσμανλήδες και Εβραίοι συνέθεταν το πολύμορφο και πολύχρωμο πλήθος… Ξαφνικά, και μπαίνοντας στο εμπορικό, ακούστηκε σαματάς απ’ το βάθος του δρόμου προς τον Παντοκράτορα και την ίδια στιγμή φάνηκε πλήθος ανθρώπων να τρέχουν. Άλλοι χάνονταν στα σοκάκια δεξιά κι αριστερά κι άλλοι συνέχιζαν προς το μέρος μας, συμπαρασύροντας όσους συναντούσαν. «Κάτι συμβαίνει!» φώναξε η μητέρα μου, κι αφήνοντας την ηλικιωμένη πελάτισσα που εξυπηρετούσε, βγήκε στην είσοδο. Ήδη το κύμα των ανθρώπων έφθανε στο ύψος του καταστήματος. Φωνές, κραυγές, ποδοβολητό, σπρωξίματα και φόβος στα πρόσωπά τους. «Αλβανοί! Τι κάθεστε;» φώναζαν ορισμένοι και συνέχιζαν τρέχοντας προς τον Άγιο Δημήτριο. Τότε εντοπίσαμε την αιτία του πανικού. Στη διασταύρωση του δρόμου των Σχολείων και του Ρωμιοπάζαρου φάνηκε να έρχεται το μανιασμένο μπουλούκι των Αλβανών. Τουλάχιστον τριακόσια άτομα, άλλοι έφιπποι κι άλλοι πεζοί. Με απειλές και βλαστήμιες άρπαζαν εμπορεύματα, έμπαιναν στα καταστήματα, ασχημονούσαν, χτυπούσαν όποιον καταστηματάρχη αντιδρούσε, ενώ οι φωνές, οι κραυγές και το κροτάλισμα των οπλών των αλόγων τους επέτειναν το φόβο και δημιουργούσαν εφιαλτική ατμόσφαιρα.
Ο εβραίος Ααρών Χαγιόν, τριάντα μέτρα μακρύτερα, πάσχιζε με πανικόβλητες κινήσεις ν’ ασφαλίσει τα παραθυρόφυλλα. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι, όπως ο κυρ Γιάννης Βασιλακόπουλος στο γειτονικό μας μπακάλικο, ενώ μερικοί εγκατέλειπαν στο έλεος του Θεού τα μαγαζιά τους και τρέπονταν σε φυγή. Η ηλικιωμένη πελάτισσα έστεκε στη μέση του καταστήματος τρομοκρατημένη. «Είμαι ανήμπορη και τα ρημάδια τα μάτια μου λειψά» μουρμούρισε. «Φύγετε!» μας είπε η μητέρα μου και, όπως μείναμε ακούνητοι στη θέση μας, θεωρώντας ότι μπορούμε να την προστατέψουμε, έπιασε απ’ το χέρι την πελάτισσα και την οδήγησε στο μικρό παραβάν στο βάθος του καταστήματος. «Μείνετε εκεί! Δεν θα σας πειράξει κανείς!» της είπε και γυρίζοντας προς το μέρος μας φώναξε: «Πάμε! Κι ο Θεός βοηθός!». Οι πρώτοι Αλβανοί πλιατσικολογούσαν το μπακάλικο του κυρ Γιάννη και, καθώς διαμαρτυρόταν, δυο τρεις τον έσπρωξαν με δύναμη κι άλλοι στριφογύριζαν γύρω του σαν δαίμονες, με τις μακριές φουστανέλες και τις κόκκινες φούντες των τσαρουχιών τους να διαγράφουν κύκλους και ημικύκλια στον αέρα…...  Στο Ρωμιοπάζαρο τα περισσότερα καταστήματα είχαν λεηλατηθεί. Σε όλο το μήκος και το πλάτος του δρόμου υπήρχαν διασκορπισμένα υφάσματα, τρόφιμα, λαχανικά, υποδήματα κι ένα σωρό άλλα προϊόντα. Καταστηματάρχες και υπάλληλοι προσπαθούσαν να συμμαζέψουν ό,τι γλίτωσε και διαγκωνίζονταν για το ποιο εμπόρευμα ανήκει σε ποιον.
Λαχανιασμένοι φθάσαμε στο εμπορικό. Η κατάσταση τραγική. Τα τόπια των υφασμάτων ριγμένα στο πάτωμα, μέχρι έξω στο δρόμο, και πάνω από τη μισή ποσότητα εξαφανισμένη. Άφαντα και τα περισσότερα έτοιμα ενδύματα. «Ωχ, Θεέ μου! Ωχ, Παναγία μου! Τι άλλο ακόμα θα με βρει!» ξέσπασε η μητέρα μου. Βαλθήκαμε να συγκεντρώσουμε τα διάσπαρτα τόπια και λησμονήσαμε τελείως την ηλικιωμένη πελάτισσα, ώσπου βγήκε μόνη της από το παραβάν. Τη μια σταυροκοπιόταν, την άλλη έβαζε κατάρες… «Τι λες, κυρα-Πηνελόπη; Ποιον μουλωχτό;» ρώτησε η μάνα μου όταν κατάλαβε τις κουβέντες της. «Πρώτα ακούστηκε φασαρία μεγάλη…» άρχισε να μας εξηγεί. «Ούρλιαζαν σαν τα τσακάλια, γελούσαν, έμπαιναν στο μαγαζί κι άρπαζαν. Ένας από δαύτους, ο Θεός να με συχωρέσει, κατούρησε, ανάθεμα το γονιό του, δεν ξέρω πού, αλλά άκουγα τα χαχανητά των αλλωνών και, Θε μου συχώρα με, του ’λεγαν ν’ αγιάσει με το κάτουρό του τα υφάσματα των γκιαούρηδων.
»Πήγε κάμποση ώρα τούτο το πλιάτσικο. Ύστερα λάρωσαν, χάθηκαν. Τότε ήρθε ο άλλος, ο μουλωχτός, που να τον θάφτουν κι η γη να τον πετάει!... »Μ’ είδε που τον κοίταζα. “Ουστ, παλιόγρια!” μου ’πε. Ακούς, τον Τρισκατάρατο, σάματις ήμουν τίποτες ζαγάρι! Έτσι μου ’πε, κι όπως δεν κουνήθηκα: “Σ’ το κόβω το λαρύγγι!” μου φώναξε. »Σκιάχτηκα και λούφαξα. Αέρας είμαι, μια να μου δώσει, πάω καλιά μου. Τον άκουσα που πήγε κι ήρθε δυο τρεις φορές ακόμα. Αυτός τα πήρε τα πολλά, σ’ το λέω, κυρα-Αγνή, που να δώσει ο Θεός να γκαρίξει να βγει η ψυχή του,,,”