Δυσκολεύομαι να φανταστώ τι μπορεί να κάνει έναν ευαίσθητο, πολύτροπο, δημιουργικό –«έξυπνο», θα έλεγε ο Χαριτόπουλος και θα ξεμπέρδευε– άνθρωπο να επενδύσει τόσα πολλά στην έννοια της βλακείας. Έχουν υπάρξει βέβαια αξιοπρόσεχτα προηγούμενα, με γνωστότερα το πνευματώδες «Μωρίας εγκώμιον» του Έρασμου, αλλά και τη σύντομη διάλεξη «Περί βλακείας» του Ρόμπερτ Μούζιλ – συγγραφέα του εμβληματικού «Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», η ανάγνωση του οποίου, όπως και κάθε αριστουργήματος, αναδεικνύει τη συνθετότητα της ανθρώπινης συνθήκης υποβιβάζοντας κάθε συζήτηση περί βλακείας σε νοητικό παίγνιο. Περισσότερο ζουμί φαίνεται να έχει η σκωπτική προσέγγιση του θέματος, την οποία σχεδόν εξάντλησε πρόσφατα ο Θόδωρος Καρζής στο απολαυστικό «Η βλακεία ως παράγων του ανθρώπινου βίου».
Ο Χαριτόπουλος, συγγραφέας χαρισματικός που έχει κινηθεί με επιτυχία σε διαφορετικά είδη γραφής, από την πεζογραφία («Τα παιδιά της χελιδόνας», «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», κ.ά.) και την ιστορική βιογραφία («Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων») μέχρι και την δραματοποιημένη αυτοβιογραφία («Ο άνεμος κουβάρι»), ακολουθεί ένα δρόμο που θυμίζει περισσότερο το λεπταίσθητο δοκιμιακό λόγο του Κωστή Παπαγιώργη. Κυκλωτική ανάπτυξη του θέματος, σπινθηροβόλα γλώσσα, αναφορές που κινούνται σε ένα ευρύτατο φάσμα, από τη φιλοσοφία και την επιστήμη μέχρι τη λαϊκή σοφία των γνωμικών και των ζουμερών εκφράσεων της αργκό. Μόνο που στη θέση του πάσχοντος υποκειμένου, που είναι ο βαθύτερος αφηγητής του Παπαγιώργη (π.χ. στα «Ίμερος και κλινοπάλη», «Περί μέθης», «Σύνδρομο αγοραφοβίας»), βρίσκεται η αυτάρεσκα βέβαιη για την ανωτερότητά της ευφυΐα του συγγραφέα.
«Ο πολιτισμός ευνοεί τον βλάκα», ισχυρίζεται. Το δίποδο ζει για πάρτη του, είναι μοβόρικο και εγωιστικό και αν αφεθεί στη «φυσική του κατάσταση» η τάση είναι το ισχυρότερο (ο έξυπνος) να εξολοθρεύσει ή να υποτάξει τους άλλους. Οι άλλοι, οι λιγότεροι ισχυροί (οι βλάκες), έχουν το λοιπόν την τάση να συνασπίζονται, να λειτουργούν κατά ομάδες, φτιάχνοντας κλίκες, συνδικαλιστικές οργανώσεις, σωματεία, επιτροπές, κ.λπ., υποκαθιστώντας εν τη ενώσει την έλλειψη (νοητικής) ισχύος. Τη ««φυσική αξιοκρατία», που φαίνεται να νοσταλγεί ο Χαριτόπουλος, έρχεται και διαταράσσει ο πολιτισμός, θολώνοντας τα νερά, δίνοντας χώρο στους πλειοψηφούντες ηλίθιους να κάνουν δύσκολη τη ζωή των έξυπνων.
«Τον βλάκα παραμονεύει η έκπληξη», σύμφωνα με μια άλλη απόφανση του συγγραφέα, εννοώντας ότι τον ανόητο συνεχώς τον προλαβαίνουν οι καταστάσεις, κι αυτός αρκείται να αναφωνεί φράσεις όπως «δεν το πιστεύω» ή το τελετουργικά επαναλαμβανόμενο τον τελευταίο καιρό «έπεσα από τα σύννεφα». Είναι επίσης και απρόβλεπτοι, μας λέει αλλού, καίτοι θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι η μη αναμενόμενη συμπεριφορά είναι χαρακτηριστικό και των ιδιοφυιών ανθρώπων. Ομοίως, «ο πιο ευτυχισμένος βλάκας είναι ο ειδικός», αφού περιορίζει το πεδίο του στο αντικείμενο ειδίκευσής του, ενώ από την άλλη, «η βλακεία δεν είναι αθώα», όντας η άλλη όψη της πονηριάς – ούτε όμως και η ευφυΐα, μπαίνουμε και πάλι στον πειρασμό να αντιτάξουμε. Από την άλλη, «ο βλάκας δεν χωράει στην πραγματικότητα», εξού και επινοεί θρησκείες, θεότητες, ζώδια, ξόρκια, Φενγκ-σούι και δεν συμμαζεύεται, όμως «ο κοινός νους υπάρχει», κι ας μην τον διαθέτουν οι ηλίθιοι, που θάλλουν στους χώρους των πανεπιστημιακών και των κουλτουριάρηδων, σε αντίθεση με τους έξυπνους που συχνά είναι αλάνια, κι έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι.
Όπως γίνεται νομίζω φανερό και με το παράδειγμα της θρησκείας και γενικότερα κάθε πίστης (στην οποία καταδικάζονται οι βλάκες), τα βασικότερα προβλήματα στις μικροαναλύσεις του Χαριτόπουλου προκύπτουν από την εμμονή του να προσδίδει ανθρωπολογικό βάθος σε σύγχρονα πολιτισμικά δεδομένα. Συνήθεις είναι οι αναγωγές στην ανθρώπινη «φύση», σπάνιες οι αναφορές στη διαφορά των φύλων, ενώ όλα σχεδόν τα «συμπτώματα» του δυτικού ανθρώπου (ατομικισμός, εμμονή στην ιδιοκτησία) εμφανίζονται ως πανανθρώπινες αχρονικές σταθερές. Συχνά, όπως στο παράδειγμα της ζήλιας που δείχνουν τα αρσενικά, καταφεύγει και στο ζωικό βασίλειο, χωρίς ωστόσο να αποφεύγει τις απλουστεύεις (π.χ. δεν είναι σε όλα τα είδη πιθήκου ζηλιάρικα τα αρσενικά, ούτε άλλωστε η έννοια της ζήλιας είναι ίδια στον Εσκιμώο και τον Νεορκέζο).
Επιπλέον, κι ενώ «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται», ο Χαριτόπουλος δεν πιάνεται πουθενά: «Βλάκας» ο πολιτικός που επαναλαμβάνει τις ίδιες κενές νοήματος χειρονομίες προς άγραν ψήφων, «βλάκας» κι εκείνος που δεν αισθάνεται άνετα στο ρόλο του πολιτικάντη (φέρνει μάλιστα το παράδειγμα γνωστού πολιτικού επί του οποίου ασχημονούσε ποικιλοτρόπως και η μακαρίτισσα πρώην γυναίκα του). Πώς λοιπόν ένας άνθρωπος χωρίς καμιά κοινωνική δεξιότητα κατάφερε να είναι για χρόνια πρωθυπουργός της χώρας; Η απάντηση αρδεύει και πάλι από τη «λαϊκή σοφία»: Φταίνε τα κανάλια, τα διαπλεκόμενα, κ.ο.κ. Λίγο πριν το τέλος, μάλιστα, ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να προλάβει πιθανές αρνητικές κρίσεις για το βιβλίο του, αποδίδοντάς τες αποκλειστικά στο φθόνο των βλακών («η ανθρώπινη φύση μισεί καθετί που υπερέχει»).
Βέβαια, παρά την άρνησή του να δει με συμπάθεια το αντίπαλον δέος (τους βλάκες), πολλώ δε μάλλον να αναγνωρίσει τη βλακεία στις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής των έξυπνων, το «Εγχειρίδιο βλακείας» έχει στιλ, είναι πνευματώδες και ευρηματικό, κι αντλεί από την προφορική γλώσσα δεκάδες απολαυστικά παραδείγματα που χαρίζουν στο κείμενό του ζωντάνια και γλαφυρότητα. Ας αναφωνήσουμε λοιπόν μαζί με τον Μούζιλ: «Δεν υπάρχει καμία σημαντική σκέψη την οποία η βλακεία δεν θα ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει: είναι ευκίνητη προς όλες τις κατευθύνσεις και μπορεί να φορέσει όλα τα φορέματα της αλήθειας.»
* Μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κειμένου έχει δημοσιευτεί στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής.
Ο Κώστας Κατσουλάρης
είναι συγγραφέας και βιβλιοκριτικός.
kostas.katsoularis@gmail.com