ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ ΑΡΤΑΣ
Ετοιμόρροπη και απαρηγόρητη θλίβεται
Του Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου*
Φωτογραφίες: Βασίλης Γκανιάτσας
I ’ve been throuth the desert
on a horse with no name America
Τι είναι οι πόλεις; Είναι, ασφαλώς, οι πολίτες τους. Οι αρχές που τις διοικούν και φροντίζουν γι’ αυτές. Η ζωντανή τους πραγματικότητα. Η αγορά τους. Το κέντρο τους. Τα μαγαζιά τους. Τα νυχτερινά στέκια τους. Είναι ο πολιτισμός της καθημερινότητάς τους.
Μα αν αυτά μόνο ήταν οι πόλεις, τότε δε θα ’χαν πρόσωπο οι πόλεις. Και πολύ δύστυχες θα ’ταν. Γιατί όλα αυτά είναι ίδια παντού. Τα μαγαζιά, η αγορά, τα στέκια, το κέντρο. Κι έτσι, είτε στη Λάρισα ήσουν, είτε στην Άμφισσα, είτε στην Άρτα, θα ένιωθες πως στο ίδιο βρίσκεσαι μέρος και με τα ίδια πράγματα σκοτώνεις το χρόνο σου. Κι ίσως περνούσε ξυστά απ’ το μυαλό σου η σκέψη πως πίσω και κάτω απ’ την όμορφη εικόνα του κέντρου κρύβεται πίκρα πολλή και περιφέρεται αμήχανη φόβου σκιά, μήπως κλείνει πια ένας κύκλος της ιστορίας των πόλεων με τη δική της ταυτότητα καθεμιά κι ανοίγει ένας άλλος με πόλεις δίχως πρόσωπο πια.
Τι θα ’ταν η Άρτα χωρίς το γεφύρι της, δίχως το Κάστρο της και την Παρηγορήτισσα; Μια σούπα φτιαγμένη με τις βιτρίνες των μαγαζιών της και μια σαλάτα φτιαγμένη με τα τραπεζοκαθίσματα των πλατειών της. Αυτό θα ’ταν η Άρτα. Και η κάθε Άρτα. Κι αυτό πάει να γίνει. Στην Άρτα και στην κάθε Άρτα. Που τρέχει σαν παλαβή από ταμείο σε ταμείο και αράζει μετά μες στον κύκλο της επανάληψης και της πλήξης, «ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει».
Κι έτσι, σ’ αυτό το ξόδεμα και σ’ αυτό το τρέξιμο, πού καιρός και πού μήνυμα να γυρίσει ο νους μας αλλιώς και σ’ άλλες να μπει αυλακιές, για να δει πως λίγο πιο πέρα και λίγο πιο κάτω απ’ τις πλατείες της ραστώνης και της βουής στέκουν όρθιες ακόμη κάποιες πέτρες της ιστορίας μας και της μνήμης μας. Αλλά φοβάμαι πως διανύουμε πλέον μια νέα βαρβαρότητα και πολλές φορές συλλογίζομαι τις φοβερές εκείνες εικόνες των ανθρώπων που γκρέμιζαν τους αρχαίους ναούς, για να φτιάξουν με τις κολόνες τους και τις πέτρες τους μαντριά και καλύβες.
Δεσποτικός ο ναός της Παρηγορήτισσας, ωραίος απ’ έξω, μια εικόνα παλιάς αρχοντιάς κι ένα βλέμμα γαλήνιας φυγής προς τα πίσω. Σήμα μιας ένδοξης εποχής, που φιλοδόξησε να νικήσει το χρόνο με αγίους και ναούς. Ρομαντισμός μιας γενιάς Κομνηνών, που δεν αρκέστηκε σ’ ένα πέρασμα απλό απ’ την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου που ίδρυσε τότε, το 1204. Μια ιδέα του Νικηφόρου Α΄ Κομνηνού Δούκα και της συζύγου του Άννας Παλαιολογίνας Κατακουζηνής, που γεννήθηκε το 1285 και στήθηκε εν τέλει στην τέλεια μορφή της το 1289.
Πολλές φορές άλλαξε ένδυμα από τότε η Άρτα. Και από πολλά χέρια πέρασαν τα κλειδιά της. Μα εκείνη έστεκε αμετακίνητη εκεί κι ίδια. Αγέρωχη και περήφανη. Εν μέσω επιδρομέων και κατακτητών. Εν μέσω βομβαρδισμών και πολέμων. Κι άντεξε. Και έθεσε με την επιβλητική της μορφή τη σφραγίδα της πάνω σε γενιές αμέτρητες Αρτινών, που την αποθήκευσαν και την κράτησαν μέσα τους ζωντανή, τρυφερή και ζεστή, ως ένα απ’ τα πιο πολύτιμα της ψυχής τους κομμάτια κι ως μια δύναμη που τους ένωνε και τους παρηγορούσε αδιάσπαστους και ενωμένους.
Και τι είναι η Παρηγορήτισσα σήμερα; Ένα κτίριο ετοιμόρροπο. Κλειστός ναός και μνημείο εγκατάλειψης και φθοράς. Σφαλισμένες οι πόρτες της. Ένας όγκος χωμάτινος και επικίνδυνος το διάζωμά της. Οι τοίχοι της γεμάτοι ρωγμές. Πού και πού ένα κλαδάκι ριζωμένο στις πέτρες τους και σκαρφαλωμένο επάνω τους. Σκαλωσιές κάτω απ’ τον τρούλο της και καμιά εργασία.
Τι είναι η Παρηγορήτισσα σήμερα; Μνημείο αμπαρωμένο, μη επισκέψιμο, ετοιμόρροπο και επικίνδυνο. Που ανοίγει κάθε 25η Μαρτίου και κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, για να περνάνε απ’ το παγκάρι και ν’ ανάβουν κερί οι χριστιανοί. Που θλίβονται κι απορούν. Και δεν μπορούν να πιστέψουν. Γιατί είναι, όντως, απίστευτο. Είναι απίστευτη και βλάπτει βάναυσα τον πολιτισμό μας η απάντηση που βγαίνει από χείλη αρμοδίων πως δε βρίσκει 300.000 Ευρώ η ελληνική πολιτεία, για να ξεκινήσουν οι εργασίες άρσης της ετοιμορροπίας.
Εφτακόσια είκοσι χρόνια η Παρηγορήτισσα κόσμησε τη ζωή των Αρτινών. Που την είχαν καμάρι τους και τιμή τους. Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο μεγάλος εχθρός των μνημείων μας και της πολιτισμικής μας παράδοσης. Ο μεγάλος εχθρός είναι η αδιαφορία και η απάθεια όλων εκείνων που ορίστηκαν και διορίστηκαν υπεύθυνοι και αρμόδιοι για την προστασία τους. Ο μεγάλος εχθρός είναι αυτοί που διαχειρίζονται τον πλούτο της χώρας και συσκέπτονται και (υποτίθεται πως) αποφασίζουν «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» για τα μεγάλα ζητήματα του έθνους μας και της μακραίωνης ιστορίας του!
Τι είναι οι πόλεις; Αν οι πόλεις δεν είναι τα μνημεία τους, οι αρχαιολογικοί χώροι τους, τα παλιά διατηρημένα κτίρια, τα κάστρα τους, οι ναοί τους, η πνευματική και καλλιτεχνική κληρονομιά τους, τ’ αγάλματα, οι φυσικές ομορφιές τους, τότε τα σύνολα αυτά των σύγχρονων οικοδομών, των τραπεζών και των πάσης φύσεων υπηρεσιών δεν είναι πόλεις. Κι αν λέγονται πόλεις, στην ουσία είναι πόλεις χωρίς φυσιογνωμία. Είναι πόλεις χωρίς όνομα.
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος
είναι Πρόεδρος του συλλόγου “Πολιτών Παρέμβαση” Ετοιμόρροπη και απαρηγόρητη θλίβεται