ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ AΡΤΑΣ
Η ιστορία που γράφεται αλλιώς
Του Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου
Χιλιάδες επισκέπτες και ξένοι ευτύχησαν να απολαύσουν την ομορφιά του Κάστρου της Άρτας και να αποθηκεύσουν στη μνήμη τους στιγμές αλησμόνητες της ζωής τους. Το Ξενία μέσα στο Κάστρο ήταν μια μοναδική, εξαιρετικής αρμονίας, συγκυρία και μια ανεπανάληπτη δωρεά για τον τόπο. Αποτέλεσε για τριάντα και πλέον χρόνια ένα
σημείο αναφοράς των Αρτινών και ένα χώρο κοινωνικής δράσης και ποικίλων εκδηλώσεων. Σήμερα παρουσιάζει μια εικόνα διάλυσης και καταστροφής, που μόνο την αγανάχτηση και τον αποτροπιασμό προκαλεί σε όσους το πλησιάσουν και πάρουν μια ιδέα με τα μάτια τους.
Να ψάξουμε περισσότερο και να ταρακουνήσουμε δυνατά την κρούστα που σχηματίστηκε στο βυθό του προβλήματος; Μπορεί να βγουν στην επιφάνεια κι άλλα, που ίσως να μην ωφελούν ιδιαιτέρως στη φάση αυτή. Αυτόν τον καιρό προέχει ν’ ανοίξει το Κάστρο και να ζωντανέψει ξανά το Ξενία. Η ιστορία θα γράψει μια μέρα. Κι ίσως αυτή να βρει την αλήθεια. Έτσι, για την ιστορία! Όταν στα τέλη του 1992 έκλεισε το Κάστρο και το Ξενία της Άρτας, κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως η απόφαση εκείνη του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού,στον οποίο ανήκε, θα σήμαινε την αρχή του τέλους τους.
Η τοπική κοινωνία βρέθηκε απροετοίμαστη κι έμεινε ανενημέρωτη, αμήχανη και μετέωρη. Οι πολίτες πίστεψαν πως η πράξη αυτή ήταν μια μικρή παρένθεση στην ιστορία των μνημείων τους, ένα σύντομο διάλειμμα, προφανώς για να εκσυγχρονιστούν κάπως τα πράγματα και να γίνουν καλύτερα.
Μα φαίνεται πως κάποιες περίεργες και υπόγειες πολιτικές σκοπιμότητες κούρδιζαν αλλιώς τα ρολόγια, για να γυρίσει ανάποδα ή να κάνει άλματα ο χρόνος.
Ήταν η εποχή που ευπρεπίζονταν με πεζόδρομους τα κέντρα των πόλεων και ξεφύτρωναν κάθε λίγο στις πλατείες και τις γωνίες τους μπαράκια και στέκια,προορισμένα να μαντρώσουν εκεί τα παιδιά, που άρχιζαν πλέον να κυκλοφορούν και τα βράδια, και ν’ αρπάξουν στα γρήγορα το νεανικό χαρτζιλίκι, που πρόβαλλε μέρα τη μέρα πρωτόγνωρες απαιτήσεις και πετύχαινε γενναίες
αυξήσεις. Θα πρέπει να μελετήσει κανείς σε πολύ βάθος τη δεκαετία του ’90, για να βρει και να δώσει πειστικές απαντήσεις στο γιατί και στο πώς φτάσαμε εδώ.
Το Κάστρο έκλεισε. Το «Βυζάντιο», που ξεκίνησε να γίνει κέντρο πολιτισμού και νεανικής δράσης, νοικιάστηκε σε ιδιώτες κι έγινε καφετέρια, παρά τις διαμαρτυρίες και τις κινητοποιήσεις των πολιτών τότε.
Το Τουριστικό Περίπτερο «μασκαρεύτηκε» κι έγινε νυχτερινό κέντρο, ντίσκο, κλαμπ και οτιδήποτε άλλοεκτός από τουριστικό και εκτός από περίπτερο,προγράφοντας νωρίς - νωρίς το τραγικό τέλος του.Το Πνευματικό Κέντρο του δήμου έμεινε στα χαρτιά και ξεχάστηκε. Βιβλιοθήκες, μουσεία, εκθεσιακοί χώροι, πολιτιστικές εκδηλώσεις δεν υπήρξαν ούτε ως σκέψη και πρόθεση στα μυαλά των διοικούντων και έμοιαζαν με άγνωστες λέξεις για τις τοπικές αρχές. Την ίδια, ωστόσο, εποχή ο Δήμος Αρταίων ανακοινώνει μεγαλόπνοα σχέδια για τον πολιτισμό και προχωρά στην έκδοση και την παρουσίαση του προγράμματός του και του «οράματός» του για την Άρτα του μέλλοντος. Το Κάστρο αρχίζει να βγαίνει απ’ τη ζωή μας και το ενδιαφέρον εκείνων που αποφασίζουν μετατοπίζεται προς άλλες κατευθύνσεις. Συναντήσεις και συζητήσεις παραγόντων μοιάζουν με σκόρπιες κουβέντες, χωρίς ορίζοντα καθαρό και κοινό προσανατολισμό. Μα περισσότερο, χωρίς την κινητοποίηση της κοινωνίας. Το ακριβό τούτο νόμισμα του πολιτισμού μας διολισθαίνει και γίνεται κάστρο για δράκους και θρύλους. Γίνεται η δρυς που πέφτει και πολλοί μαζεύονται γύρω της για ν’ αρπάξουν. Ο καθείς με τη σκέψη του.
Το 1999 παραχωρείται απ’ τον Ε.Ο.Τ. στο Υπουργείο Πολιτισμού. Οι υπηρεσίες του φέρνονται ως νέοι κατακτητές και διαμορφώνουν ένα ιδιόμορφο καθεστώς
κατοχής. Νιώθαμε πια πως το Κάστρο μας χάθηκε. Κι ίσως να μην έφταιγε, αλήθεια, η απροθυμία των κεντρικών και η αβελτηρία των τοπικών. Χάθηκε όπως άρχιζαν να
χάνονται τόσα και τόσα στολίδια μέσα στις θύελλες των νέων καιρών και να περνάνε στη λήθη, ειρηνικά και ανεπαίσθητα. Αν το δικαίωμα αυτό της εγκατάλειψης και
της ερήμωσης των μνημείων μας και του πολιτισμού μας το ’χουν, παίρνοντάς το ποιος ξέρει από πού, οι κάθε είδους αρχές και εξουσίες, αποφασίσαμε κάποια στιγμή πως τέτοιο δικαίωμα δεν έχουν οι τοπικές κοινωνίες και οι πολίτες τους. Γιατί το μέλλον δε θ’ ανακρίνει τους άρχοντες μόνο, μα θ’ ανακρίνει και τους πολίτες, θ’ ανακρίνει συλλογική μας συνείδηση, τη συλλογική μας ευθύνη. Που την άλωσαν και την κουρέλιασαν οι ειδικοί των πάσης φύσεως απαλλοτριώσεων και η γραφειοκρατία των υπαλλήλων.
Η ιστορία δεν είναι παρελθόν, είναι παρόν. Τούτες τις μέρες γράφονται οι νέες σελίδες της ιστορίας του Κάστρου της Άρτας. Ό,τι δεν έπραξαν οι τοπικές αρχές,
όφειλαν εντέλει να το πράξουν οι τοπικές κοινωνίες. Οι πολίτες σπάζουν (Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2003) τις αλυσίδες και προχωρούν σε συμβολική κατάληψη,
εκδίδοντας ψήφισμα με το οποίο απαιτούν την άμεση αποκατάσταση της αδικίας και της βαναυσότητας που εξακολουθούσε το Κάστρο να υφίσταται. Η κινητοποίηση
εκείνη έφερε την προγραμματική σύμβαση μεταξύ Υπουργείου Πολιτισμού και Δήμου Αρταίων. Τέσσερα χρόνια μετά, διαπιστώνεται ότι η προγραμματική σύμβαση
μένει γράμμα κενό και κοιμάται ανενεργή στα συρτάρια. Από το Μάρτη του 2007 ξεκινά ο συντονισμένος αγώνας των Αρτινών πολιτών για το άνοιγμα επιτέλους του
Κάστρου και την απόδοσή του στην τοπική κοινωνία, η οποία αποτελεί και το φυσικό του ιδιοκτήτη. Το πρόβλημα του Κάστρου βρίσκεται στην επικαιρότητα απαιτώντας απαντήσεις και λύσεις. Τι πρέπει να γίνει σήμερα; Η πρόταση είναι πλέον καθαρή και κοινή: να προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς ο καθαρισμός του εσωτερικού του χώρου, να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες για τη λειτουργία του αναψυκτηρίου
με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές, να αξιοποιηθούν οι εγκαταστάσεις του Ξενία για πνευματικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, να αξιοποιηθεί ο περιβάλλων χώρος για κατασκευή υπαίθριου θεάτρου και διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Το σύνθημά των πολιτών είναι: όχι άλλος χρόνος χαμένος. Η Άρτα αξίζει να είναι ένα κόσμημα, γιατί ανήκει στις ελάχιστες πόλεις που βαδίζουν στο μέλλον με τόση βαριά κληρονομιά: κλασική, βυζαντινή και νεότερη. Δεν της φερθήκαμε όπως της πρέπει. Αγνοήσαμε και την κληρονομιά της και το μέλλον της. Φταίνε οι άλλοι. Μα φταίμε κι εμείς. Περισσότερο απ’ τους άλλους.