2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Ήπειρος, εικόνες από το παρελθόν

Δημοσίευση: 12-04-2008 - Τεύχος: Τεύχος 30 (Απρίλιος 2008)



 
Αγία Θεοδώρα Άρτας. Σήμερα σώζεται μόνο ένα τμήμα της στοάς, το οποίο χρονολογείται από τα τέλη περίπου του 13ου αι.

Ήπειρος,
εικόνες από το παρελθόν


Τής Ναυσικά Τσιμά *

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταφέρει να ζήσουν τα μέρη που το σώμα τους επισκέφθηκε. Προφανώς, δε γνώρισαν τα δημοφιλέστερα μπαρ,ούτε τα δυό-τρία περισσότερο διαφημισμένα εστιατόρια της περιοχής και μάλλον ιδέα δεν έχουν περί προτεινόμενων τουριστικών θέρετρων. Μπορούν όμως να μας διηγηθούν πολλά, για όλα όσα συχνά προσπερνιούνται αδιάφορα για όλα όσα νομίζουμε ότι δε μας αφορούν,είτε γιατί πιστεύουμε ότι ανήκουν στο παρελθόν, είτε γιατί νομίζουμε πως τα ξέρουμε επειδή τα βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας. Εκείνοι γνωρίζουν καλά,
πως μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας και στην ταχύτητα που απαιτεί η σύγχρονη κοινωνία, θυσιάζονται ζωές που δε βιώνονται ποτέ, γιατί ουσιαστικά, δε βιώνονται οι στιγμές που σαν μικροί μοχλοί τις διατηρούν σε κίνηση. Στιγμές επίγνωσης του περιβάλλοντα χώρου και της θέσης μας σε αυτόν, που διαρκούν όσο τα ελάχιστα δευτερόλεπτα του “κλικ” σε μία φωτογραφική μηχανή. Μας ανοίγουν μονοπάτια που σε κανένα τουριστικό οδηγό δε μπορούμε να βρούμε το όνομά τους, προσκαλώντας ακόμη και όσους δηλώνουν πως ζουν σ’ αυτόν το τόπο να ρίξουν μία πιο προσεκτική ματιά τριγύρω τους.


«Οικία Ζορμπά». Ιδιοκτησία σήμερα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από τα ελάχιστα αρτινά σπίτια που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στην παλαιά γειτονιά της «Περιλήφτης».
Μεταξύ των νεότερων παρεμβάσεων που υπέστη ήταν η ρυμοτόμηση μέρους της αυλής του  κατά τη διάνοιξη της νέας εθνικής οδού το 1960.


Γυρνάμε κατ’ αρχάς πίσω, για να ανακαλύψουμε τις ρίζες της σύγχρονης εικόνας της Ηπείρου μέσα από το ζήτημα της απελευθέρωσης, άξονα ποικίλων κοινωνικών και πολιτικών ανακατατάξεων. Στις 220 περίπου σελίδες του λευκώματος του Κώστα Βλάχου (Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, 2002) βρίσκει κανείς φωτογραφίες της περιόδου 1912–13  ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ‘φωτογραφίας-ντοκουμέντο’ όπως ονομάζεται. Το ίδιο είδος φωτογραφιών βρίσκουμε σε λευκώματα όπως το Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913. Το Φωτογραφικό Λεύκωμα των Ρωμαϊδη-Zeitz (εκδόσεις Κέδρος, 2000), αλλά και σε περισσότερο εξειδικευμένες εκδόσεις όπως π.χ. το λεύκωμα Άρτα. Φωτογραφική Αναδρομή Ιστορικής-Κοινωνικής Μνήμης & Πολιτισμού (Πρόταση, 1999).
Οι συνεχείς αγώνες, αναπόφευκτα χάραξαν την όψη. Ο Κώστας Μπαλάφας (Ήπειρος, Ποταμός, 2006), διέκρινε τις ρυτίδες περισυλλογής ανάγλυφες πάνω στο μέτωπο του περήφανου λαού της Ηπείρου, που το βλέμμα του συσκοτίσθηκε αντικρίζοντας την μεταπολεμική κοινωνία. Ωστόσο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ήπειρος είναι η ορεινότερη περιοχή της χώρας μας (καθώς τα ορεινά τμήματα που καλύπτουν το 70% της συνολικής της έκτασης) δεν απορεί που παρ’ όλη την πικρία του προσώπου, το κεφάλι προβάλλει πάνω από στητό στέρνο πάντοτε ορθό έτσι που όλο το σώμα να μοιάζει με βράχο. Κάθε φωτογραφία και μία γενναία υπόσχεση, ανθρώπων έτοιμων να αντισταθούν στην πικρία με αξιοπρέπεια. Εξώφυλλο του λευκώματός του, όχι τυχαία, μία γυναίκα. Κοιτώντας κανείς διάφορα άλλα λευκώματά του καθώς και την έκθεση φωτογραφιών με τίτλο Γυναίκες της Ηπείρου (2004, Κέντρο Πολιτισμού Μονής Περιστεράς Δουρούτης. Διοργάνωση: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα  Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης) μπορεί εύκολα να διακρίνει ότι η Ηπειρώτισσα γυναίκα αποτελεί ένα συνεχή του προβληματισμό.


“Σχολείο του Πριόβολου”. Βρισκόταν στην πλατεία του Άϊ-Μηνά, θέση των σημερινών “μαρκάτων”


Η υπόστασή της, ανέκαθεν ιδιαίτερη, αποτελεί παράλληλα θέμα του λευκώματος Γυναίκες Ηπειρώτισσες–Ξαφνιάσματα της Φύσης του Ηπειρώτη Σωκράτη Βασιλείου. Ονόματα, ιστορίες και φωτογραφίες γυναικείων μορφών οι οποίες θα τιμήσουν το τόπο καταγωγής τους με διακρίσεις τους σε Γράμματα, Ιστορία, Επιστήμη και Τέχνες. Στον αγώνα τους σε όλα αυτά τα πεδία, διαφαίνεται η μαχητικότητα που εμφύσησαν στην ψυχή τους οι γυναίκες-πρόγονοί τους: από τη μια αγωνίστριες στη ζωή καθώς μπορούσαν να γίνουν «ένα με τη γη», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Γεωργία Σκοπούλη στο ομώνυμο βιβλίο της? από την άλλη αγωνίστριες με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, καθώς η συμβολή τους σε πολέμους, όπως ο Ελληνο-ιταλικός υπήρξε καθοριστική. Ο μόχθος και το σθένος της Ηπειρώτισσας γυναίκας τράβηξε την προσοχή ακόμη και του Ελβετού φωτογράφου Φρεντ Μπουασονά (1913) ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε μέσα από τη τέχνη του, προκειμένου να έχει η Ελλάδα μία θετική εικόνα στο εξωτερικό. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να βρει κανείς το λεύκωμα του με φωτογραφίες από τη Θεσπρωτία
Τα έργα των προσώπων, οικήματα και κτίρια, κατέχουν μία δική τους θέση στα ενδιαφέροντα των μελετητών-οδοιπόρων, οι οποίοι, εντοπίζοντας σε αυτά μίαν αρχιτεκτονική ποιότητα άξια μελέτης, χρησιμοποίησαν την φωτογραφία προκειμένου να τη συλλάβουν και να την καταγράψουν. Μόλις τη χρονιά που μας πέρασε κυκλοφόρησε από το Τμήμα Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής (Μουσείο Μπενάκη) ο δεύτερος τόμος με εικόνες από το φωτογραφικό αρχείο του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου. Ένα μεγάλο τμήμα του αναφέρεται στην Ήπειρο και μάλιστα οι παλαιότερες εκ των φωτογραφιών (1915–17) απεικονίζουν την πόλη της Άρτας. Είναι τα χνάρια που άφησε ο τόπος διαβαίνοντας την εποχή λίγα χρόνια μετά την προσάρτηση της Ηπείρου στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Αριστοτέλης Ζάχος «τα συνέλεξε με στοργή» και όντως αναδείχτηκαν γι’ αυτόν εργαλεία πολύτιμα: αξιοποιώντας τα όσα είδε, βάσισε πάνω τους τις έρευνές του για υπόδειξη του συνεχούς μεταξύ της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής και της βυζαντινής, ακόμη και της αρχαίας ελληνικής. Η μελέτη του, αποτελεί ακόμη σημείο αναφοράς κι’ οι φωτογραφίες εκείνες αποτέλεσαν έκτοτε τον πυρήνα πολλών νεότερων ερευνών και αναλύσεων από τους σύγχρονους μελετητές.
Ο ίδιος ο διακεκριμένος Έλληνας αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος, δε θα μείνει ασυγκίνητος μπροστά στον πλούτο του τόπου και στο πολύτομο Αρχείον των βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος (1936) δε θα παραλείψει να αναφερθεί τόσο στα παλαιά αστικά σπίτια της Άρτας όσο και τους ναούς της ευρύτερης περιοχής. Η δύναμη των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών, ακόμη μέσω της ματιάς αιχμαλωτίζει τις ψυχές και αποτελεί την πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία λευκωμάτων, όπως μεταξύ άλλων το αντίστοιχου τίτλου λεύκωμα του Κ. Θ. Γιαννέλου (Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Άρτας, 2003) και τον οδηγό της αρχαιολόγου Β. Παπαδοπούλου, Η Βυζαντινή Άρτα και τα Μνημεία της (Αθήνα, 2002).
Δεν είναι παρά μία ενδεικτική αναφορά από την οποία έχουν βέβαια εξαιρεθεί τα λευκώματα εκείνα που μας μιλούν για το τοπίο των χωριών τις Ηπείρου –ένα θέμα το οποίο χρήζει ιδιαίτερης μνείας. Ωστόσο, η ερώτηση που μας απευθύνουν όλες αυτές οι κατατεθειμένες μνήμες, διατυπώνεται ξανά και ξανά η ίδια. Πόσα μέρη έχουμε πραγματικά δει; Σε πόσα έχουμε ταξιδέψει και σε πόσα έχουμε ζήσει; Όποιος ανήκει στην κατηγορία όσων μετακινούνται σωρηδόν, κρατώντας ανά χείρας οδηγούς ευρείας κατανάλωσης, ας μη βιαστεί να καυχηθεί για τις επιδόσεις του. Την επόμενη φορά που θα κλείσουμε την πόρτα του σπιτιού με προορισμό τις δουλειές μας, την επόμενη φορά που θα δώσουμε το χέρι μας σε κάποιον που θεωρούμε συντοπίτη μας, ας αναλογιστούμε, τι μας δένει με τα πρόσωπα και τα πράγματα και αν αλήθεια είμαστε μέρος όλων αυτών που μας περιβάλλουν ή, αν η ύπαρξή μας αποτελεί απλώς, ένα ακόμη νούμερο καταχώρησης στην αρμόδια Νομαρχία.

* Η Ναυσικά Τσιμά είναι
Υποψήφια διδάκτωρ, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η Ήπειρος με την πλούσια ιστορία της
και το μοναδικό της χαρακτήρα
εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης,
έχει τραβήξει συχνά το ενδιαφέρον ανθρώπων
που προσπάθησαν να αποτυπώσουν
όλα όσα συνάντησαν.
Κάποιοι είναι μόνιμοι κάτοικοι,
άλλοι είναι ταξιδευτές.
Ανάμεσα τους πολλοί καλλιτέχνες φωτογράφοι.
Ορισμένοι πάλι είναι ερευνητές,
που προσπάθησαν μέσα από τις φωτογραφίες τους
να κρατήσουν σημειώσεις
για τις περαιτέρω μελέτες τους.
Σε κάθε περίπτωση,
σε εμάς καταθέτουν το μοναδικό τρόπο
με τον οποίο η Ήπειρος επέδρασε σε αυτούς.