Mέρες Αποκριάς
Της Ναυσικά Τσιμά*
Οι άνθρωποι των περασμένων εποχών, ήξεραν να τακτοποιούν τα πράγματα με σοφία. Οι Ρωμαίοι για παράδειγμα, βάφτισαν Μάρτιο (Martius) το μήνα που διανύουμε προς τιμή του θεού Άρη (Mars). Δεν ήταν τότε μόνο θεός του πολέμου, παράλληλα, συμβόλιζε τη δύναμη της εαρινής πνοής του ανέμου στους αγρούς, ώστε να βοηθηθεί η βλάστηση. Τόσο ευεργετική ήταν η επίδραση του ζωοδότη θεού για τη γη και τους ανθρώπους ύστερα από την απαραίτητη ανάπαυλα του Χειμώνα, που συχνά συναντά κανείς την πεποίθηση ότι ο Μάρτιος αποτελεί και τον πρώτο μήνα του κάθε νέου έτους (Νικόλαος Πολίτης, Λαογραφικά Σύμμεικτα, 1920–31).
Για τους Αρτινούς, η περίοδος που διανύουμε έχει πάντα και μία ιδιαίτερη σημασία καθώς η 11η ημέρα του Μαρτίου είναι αφιερωμένη στην πολιούχο της Άρτας, Αγία Θεοδώρα, η μνήμη της οποίας τιμάται με εξαιρετική λαμπρότητα. Ωστόσο για ολόκληρη την Ελλάδα, οι ημέρες της Άνοιξης –μίας εποχής γονιμότητας και καρποφορίας– είναι στην πλειοψηφία τους αφιερωμένες σε διάφορους εορτασμούς. Ο μήνας Μάρτιος διόλου δεν αποτελεί εξαίρεση, ειδικά μιας και στις 9 του μήνα φέτος, σύμφωνα με την παροιμία που «δε λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή», κορυφώνονται οι εκδηλώσεις που σχετίζονται με τη λεγόμενη ‘Αποκριά’.
Συχνά η περίοδος ταυτίζεται με την αχαλίνωτη διασκέδαση και σε λίγους είναι γνωστή η εθιμική βάση πάνω στην οποία έχουν στηριχθεί όλα αυτά τα δρώμενα. Πρόκειται για μία περίοδο διάρκειας τριών εβδομάδων (πρώτο τμήμα του Τριωδίου) ευρέως γνωστές και με τη λατινογενή τους ονομασία ως ‘Καρναβάλι’, των οποίων η σημασία έχει την καταγωγή της στα βάθη των αιώνων.
Ένα μέρος των εθίμων μας αποτελεί η συνήθεια να καταναλώνονται συγκεκριμένα φαγητά, απ’ όπου πήραν τις ονομασίες τους οι δύο τελευταίες εβδομάδες ως ‘κρεατινή’ και ‘τυρινή’ αντίστοιχα. Η Πέμπτη της ‘κρεατινής’ εβδομάδας ονομάζεται ‘Τσικνοπέμπτη’ ή, ‘Τσικνοπέφτη’: ο καθένας ψήνει κάτι στο σπιτικό του και η τσίκνα (η μυρωδιά από το ψημένο κρέας) είναι διάχυτη στον αέρα. Η παράδοση στην ΄Ήπειρο ήθελε την ημέρα εκείνη, μάστοροι και καλφάδες (μαθητευόμενοι τεχνίτες) να θεωρούνται ίσοι, σα μία οικογένεια, γι’ αυτό οι μάστοροι καλούσαν τους μαθητές τους σε τραπέζι, όπου διασκέδαζαν όλοι μαζί (Γεώργιος Α. Μέγας, Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, 2005).
Στο παραδοσιακό αποκριάτικο τραπέζι της τελευταίας εβδομάδας κυριαρχούν τα ζυμαρικά και οι πίτες, όπως η ηπειρώτικη χλωρόπιτα ή, η μακαρονόπιτα, που συνδυάζει και τα δύο είδη φαγητών. (Στη λαογραφική μελέτη Το Ψωμί των Ελλήνων & τα Γλυκίσματα της Λαϊκής μας Παράδοσης, ο Νίκος και η Μαρία Ψιλάκη ανθολογούν κάποιες από τις παραδοσιακές συνταγές των συγκεκριμένων ημερών, από την Άνω Πέτρα Άρτας.) Η επιλογή των μακαρονιών δεν είναι τυχαία. Η Αποκριά συνδέεται παράλληλα, με την αρχαία ελληνική πεποίθηση ότι στις αρχές της Άνοιξης, στον πάνω κόσμο ανεβαίνουν και οι νεκροί, όμοια με τη φύση που ξυπνά από το χειμωνιάτικο ύπνο. Προς τιμήν τους τελούνταν στην αρχαιότητα τα Ανθεστήρια, την ίδια περίοδο με το δικό μας Καρναβάλι, στα δε νεκρόδειπνα προσέφεραν παρόμοια ζυμαρικά. Από τις λέξεις «μακαρία» και «αιωνία», προήλθε η ονομασία του εδέσματος, το οποίο αν και έχει χάσει τον αρχικό χαρακτήρα του διατηρείται όμως ως συνήθεια (Φαίδων Κουκουλές, Λαογραφία, 1918). Συναφείς προς την παράδοση του ζυμαριού είναι και οι πίτες, διαφόρων ειδών και ονομασιών αντίστοιχα.
Ακόμη και πίτες που κατασκευάζονται για την περίοδο αυτή δίχως φύλλο, έχουν ως βάση τους το γάλα και τα αυγά, όπως προστάζει η παράδοση της “τυρινής” εβδομάδας που θα ολοκληρώσει την εορταστική περίοδο –απ’ όπου και το επίσης και τα γλυκά της περιόδου.
Στο Καρναβάλι Γυναικών της Άρτας, αναβιώνει το έθιμο της πομπής μεταμφιεσμένων γυναικών, ένας από τους διάφορους τύπους πορείας μεταμφιεσμένων που συναντάμε στη χώρα μας μεταξύ των οποίων η διακωμωδημένη, γαμήλια πομπή και η μεικτή παρέλαση. Για πολλές περιοχές της Ελλάδας, η περίοδος του Καρναβαλιού, αποτελούσε μία ευκαιρία διασκέδασης για τις γυναίκες, για τις οποίες τον υπόλοιπο χρόνο ίσχυαν αυστηροί κανόνες περιοριστικού τύπου. Σύνηθες λοιπόν είναι το φαινόμενο όπου τις ομάδες μεταμφιεσμένων αποτελούν αποκλειστικά γυναίκες, όπως στα Μπουρμπούλια της Πάτρας, ή στο Αργείτικο καρναβάλι. Το Καρναβάλι Γυναικών της Άρτας είναι βέβαια νεότερο και ως δημιούργημα μίας εποχής που δεν ισχύουν τέτοιου είδους ανισότητες, διαφέρει ως προς τα υπόλοιπα: σε αντίθεση με τα μαύρα ενδύματα, στα οποία συχνά ήταν καλυμμένο και το κεφάλι –προκειμένου να γλιτώσει η μεταμφιεσμένη γυναίκα από τα μεθεόρτια πειράγματα, αλλά και να έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων– εδώ συναντάμε στολές πολύχρωμες.
Η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς εορτάζεται πανηγυρικά στο Δήμο Πέτα αλλά και πιο έξω από την πόλη, στο χωριό Κυψέλη Άρτας (Χώσεψη). Η καύση καρνάβαλου που πραγματοποιείται εκεί, ανήκει στα λεγόμενα καθαρτήρια ή διαβατήρια έθιμα: οι άνθρωποι, θέλοντας να μεταβούν στην καινούργια εποχή που έρχεται απαλλαγμένοι από οτιδήποτε στοιχείο του παρελθόντος που τους βαραίνει, χρησιμοποιούν τη φωτιά που δεν αφήνει τίποτε στο πέρασμα της. Παράλληλα, το έθιμο συμβολίζει ενός είδους κηδεία του Χειμώνα, που πια θα δώσει τη θέση του στην Άνοιξη. Σε πολλά χωριά, όπως και στην Κυψέλη, παρακάθονται το βράδυ όλοι μαζί σε δείπνο. Σκοπός του συγκεκριμένου τραπεζιού που πραγματοποιείται σε πολλά μέρη της Ελλάδας δεν είναι να προσφερθούν με πλουσιοπάροχο τρόπο διαφόρων ειδών αγαθά, καθώς ούτως ή άλλως, απαιτείται αποχή από το κρέας αυτή τη τελευταία εβδομάδα της “τυρινής” όπως προαναφέρθηκε? πρόκειται ουσιαστικά για ενός είδους τελετουργία που υποδεικνύει και ισχυροποιεί την ενότητα της οικογένειας ή της κοινότητας μπροστά σε ένα σταθμό ζωής.
Με τον τρόπο αυτό η ομάδα των ανθρώπων ξενυχτά, για να καλωσορίσει την έλευση της νέας εποχής που σηματοδοτεί η Καθαρά Δευτέρα, με έθιμα λίγο πολύ κοινά και γνωστά σε όλη την Ελλάδα. Φυσικά, είναι και αυτή μία ημέρα επίσης εορταστική, καθώς θα ήταν αδύνατο η μετάβαση προς τον περιορισμό των επόμενων ημερών, να καταστεί ομαλή με κάποιο άλλο τρόπο. Κι’ ενώ οι περισσότεροι είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν όλα τα εύθυμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιόδου, το υπόλοιπο κομμάτι θεωρείται μάλλον γραφικότητα ή εμμονή θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα ωστόσο, η Αποκριά δεν ήταν ποτέ το σπουδαίο γεγονός καθ’ αυτό, αλλά η αρχή μόνο μίας σειράς γεγονότων/ τελετουργιών που θα κορυφώνονταν με την έλευση του Μαΐου, της ώριμης δηλαδή Άνοιξης, με σκοπό να αποδοθούν τιμές στη φύση –είτε σαν ό,τι μας περιβάλλει, είτε σαν ανθρώπινη φύση, με το δικό της όμοιο κύκλο.
Ο λαός που ζούσε στην ύπαιθρο, δεμένος με τη γη που τον έθρεφε, ήταν αναγκασμένος να αναπτύξει συνήθειες εναρμονισμένες με τις δυνατότητες του φυσικού περιβάλλοντος: οι άνθρωποι είχαν μάθει να μην το απομυζούν, αλλά να το σέβονται, ώστε κι’ αυτό να μπορεί να τους παρέχει στον κατάλληλο χρόνο τα αγαθά του. Οι συνήθειες αυτές, απαραίτητες για την επιβίωση της ομάδας, αποκρυσταλλώθηκαν κατόπιν ως έθιμα. Επιβίωσαν ως τις ημέρες μας, αν και έχασαν τη σημασία τους για το σύγχρονο άνθρωπο, για τον οποίο όλα είναι προσιτά ανά πάσα στιγμή, όμορφα τακτοποιημένα στα ράφια μίας υπεραγοράς. Οι δεσμοί με το περιβάλλον έχουν μοιραία κλονισθεί, με τα ολέθρια αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε. Μοιάζει ωστόσο ειρωνικό το γεγονός ότι στην εποχή της αφθονίας, για πολλά πράγματα δεν υφίσταται χρηματικό αντίτιμο, έτσι όταν τα χάσουμε, σε κανένα ράφι, καμιάς υπεραγοράς, δεν θα είναι δυνατό να βρούμε κάποιο υποκατάστατό ώστε να ανα-πληρώσουμε την απώλειά τους.
*Η Ναυσικά Τσιμά είναι
Υποψ. Δρ., Πανεπιστήμιο Αθηνών