2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Για αλλαγή - 1ο Βραβείο Διαγωνισμού Διηγήματος

Δημοσίευση: 21-12-2007 - Τεύχος: Τεύχος 27 (Δεκέμβριος 2007 - Ιανουάριος 2008)



Γιά αλλαγή

Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΛΑΒΟΥ Το νυχτερινό λεωφορείο δεν έλεγε να ’ρθει, οπότε ο Θάνος ξεκίνησε για το σπίτι με τα πόδια. Στη διαδρομή έκλαψε δυο-τρεις φορές, αλλά προσεκτικά, μην τον καταλάβουν οι περαστικοί. Δυο στενά πριν την πολυκατοικία του, στη διασταύρωση, το πράσινο ανθρωπάκι στο φανάρι άναψε. Ο Θάνος έκανε να διασχίσει το δρόμο, αλλά ο μαλλιάς με το μπλουζάκι «BESTIAL DESTINY - 2007 World Tour» ήταν πολύ μεθυσμένος για να ξεχωρίζει τα χρώματα. «Πω, ρε φίλε, ζημιά» κλαψούριζε καθώς οδηγούσε το ντεσεβώ του ως το νοσοκομείο, με το Θάνο αναίσθητο στο πίσω κάθισμα. Τρεις ώρες μετά ο Θάνος άνοιξε τα μάτια του. Φορούσε άσπρα. Πάνω του κρεμόταν ένας γλόμπος. Η Αλεξάνδρα του έσφιγγε το χέρι. «Εγώ φταίω», επαναλάμβανε, «Εγώ, εγώ φταίω». Ύστερα ακούστηκε ένα τουτ-τουτ-τουτ σαν ξυπνητήρι και ξανάχασε τις αισθήσεις του. Ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν σ’ ένα ετοιμόρροπο νεοκλασικό και κατέβαινε μια ατέλειωτη στριφογυριστή σκάλα. Το επόμενο πρωί ξύπνησε μεταμορφωμένος σε συρραπτικό. Οι άνθρωποι λένε πολλά για τη μεταθανάτια ζωή. Άλλοι μιλούν για καζάνια και αλέες, άλλοι για ανυπαρξία, για μετενσάρκωση, για ταξίδια στο χωροχρόνο. Υπάρχουν δόγματα που τάζουν αιώνια γαλήνη, παντογνωσία, δωρεάν γεύματα με αγαπημένους ερμηνευτές. Λευκοντυμένοι σαμάνοι ζουν σε λιγδιασμένα τροχόσπιτα κι ενώ αστεροειδείς αυτοαναφλέγονται στον ουρανό, δηλητηριάζονται ομαδικά, μπας και συναντήσουν το Δημιουργό. Ο Θάνος το ’χε ψάξει κάποτε στο διαδίκτυο για πλάκα. Όμως, αναλώσιμα γραφείου; Στην αρχή ήταν παράξενα. Τριγύρω η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, μόνο που οι άνθρωποι, οι ζωντανοί άνθρωποι, δεν έπαιρναν χαμπάρι. Λίγο μετά συνήθισε. «Τουλάχιστον υπάρχω ακόμη», σκέφτηκε. «Ίσως είναι ευκαιρία ν’ αγαπήσω από την αρχή τον εαυτό μου». Και γιατί όχι; Ήταν ένα κομψό συρραπτικό. Είχε δυο γυαλιστερές λαβές με ειδικές υποδοχές για τα δάχτυλα κι ένα κεφάλι που χωρούσε μέχρι πενήντα σελίδες ταυτόχρονα. Κι ο χώρος άστραφτε από καθαριότητα. Η γειτονιά του όσο ζούσε ήταν φίσκα στο σκουπίδι. Είχε και θέα. Υπολόγιζε ότι βρισκόταν κάπου στο δέκατο όροφο. Μπροστά απλωνόταν η θάλασσα. Το σούρουπο έβλεπες τους γλάρους να κυκλώνουν από ψηλά τις άρρωστες συναγρίδες. Η δουλειά ήταν αστεία. Ήταν δημόσια υπηρεσία και δε γινόταν σχεδόν τίποτα. Όταν γινόταν, σταματούσε αυτόματα στις τέσσερις –κάποιες μέρες και στις τρεισήμισι- σαν κάποιος να πατούσε το ΟFF. Καθόταν σε μια θήκη δίπλα στον υπολογιστή και περίμενε. Μια φορά στα δέκα λεπτά έπρεπε να συρράπτει υπηρεσιακά σημειώματα. Τα σημειώματα ήταν τόσο τυποποιημένα που στάνταρ πριν πεθάνουν ήταν κάτι τελείως πληκτικό –διαιτητές γκολφ, ας πούμε, ή λέκτορες σε επαρχιακό πανεπιστήμιο. Η κοπέλα που τον χρησιμοποιούσε, απεναντίας, ήταν μια χαρά ενδιαφέρουσα. Είχε κάτι στον τρόπο που τύλιγε τα δάχτυλά της γύρω του. Ήταν λες και τον χάιδευε ερωτικά. Φυσικά αυτό δεν ίσχυε. To κορίτσι είχε φίλο. Όταν η δουλειά χαλάρωνε, τον έπαιρνε τηλέφωνο και του παραπονιόταν. Έλεγε πως το μετάνιωσε που έδωσε εξετάσεις να μπει στο δημόσιο. Ήθελε να παραιτηθεί, να πάει στη Βαρκελώνη για μεταπτυχιακό. Εκείνος τη μάλωνε και της ζητούσε να κάνει υπομονή. Ο Θάνος δεν τον είχε δει ποτέ, αλλά τον αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή. Η αλήθεια είναι, πάντως, πως αν τον πίεζες λιγάκι, θα παραδεχόταν ότι η κοπέλα τού θύμιζε την Αλεξάνδρα. Κάθε απόγευμα, μόλις οι μέλλοντες νεκροί σχολούσαν, οι νυν έψηναν καφέ, έστριβαν τσιγάρο κι έστηναν πηγαδάκια. Τη νύχτα όλο και κάποιον γνωστό θα συναντούσες στα μοδάτα προάστια των διαδρόμων ή στο μπαρ του φωτοτυπικού. Τις Παρασκευές στο φωτοτυπικό έπαιζαν ερασιτεχνικά συγκροτήματα απ’ όλες τις συνοικίες, ειδικά τις υποβαθμισμένες δυτικές, όπου υψώνονταν τα φθαρμένα ντοσιέ με τα τιμολόγια. Ωστόσο, τώρα που καλοκαίριαζε οι περισσότεροι στριμώχνονταν στα πάρτι που γίνονταν στον ψύκτη. Πάνω από την είσοδο έλαμπε η νέον επιγραφή: «Εδώ είναι αληθινά κουλ». Ο Θάνος δεν πολυέβγαινε. Αντάλλασσε καλημέρες με όλους -αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήθελε φίλους. Πού και πού σκάλιζε κι ένα μυθιστόρημα, μια ιστορία που κλωσούσε από την πρώτη λυκείου. Ήταν για ένα αγόρι από την Ουγγαρία, την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης επί Χρουστσόφ. Το παιδί είχε γιγάντια αυτιά και όλοι το κορόιδευαν, αλλά μπορούσε ν’ ακούει πεντακάθαρα σε ακτίνα είκοσι μέτρων. Όταν έγινε δεκάξι, ανήμερα της εισβολής του Κόκκινου Στρατού στη Βουδαπέστη, αυτομόλησε στο Δυτικό Βερολίνο. Από κει φυγαδεύτηκε στις Η.Π.Α. κι έκανε καριέρα ως νατοϊκός κατάσκοπος. Τόσα χρόνια το βιβλίο ήταν στα χαρτιά –ή μάλλον ήταν οπουδήποτε αλλού εκτός από κει. Μια το χαμαλίκι στην εταιρεία του πατέρα του και μια οι καυγάδες με την Αλεξάνδρα, δεν πρόφτανε ν’ ανασάνει. Η μόνη κοινωνική επαφή του Θάνου ήταν με το φαξ. Το φαξ λεγόταν Μανόλης και πριν τα τινάξει σπούδαζε ψυχολογία. Οι δυο τους πήγαιναν αραιά και πού για κάνα ποτό στο φωτοτυπικό ή αγόραζαν μπίρα απ’ το περίπτερο, φώλιαζαν στο παράθυρο και κοίταζαν αμίλητοι τα κύματα. Ο Θάνος πλησίασε το Μανόλη, γιατί ένιωθε πως τον καταλάβαινε. Είχε χαμηλή αυτοεκτίμηση, επειδή πλέον τον χρησιμοποιούσαν σπάνια. Το πρόβλημα με το φαξ ήταν ότι έπινε. Συνήθως γινόταν χώμα και την επομένη οι υπάλληλοι παραπονούνταν ότι πάλι καθυστερεί. Είχε μπλέξει και με μια ομάδα ύποπτα σελοτέιπ –υποστηρικτές των Tupamaros, με αμπέχονα και μούσια. Πήγαινε στις συνελεύσεις και μετά παπαγάλιζε ένα μάτσο βλακείες. Όμως το χειρότερο ήταν ότι έπαιζε κιθάρα. Δηλαδή νόμιζε ότι έπαιζε. Έγραφε κάτι ψυχοπλακωτικές μελωδίες που σούφρωνε απ’ τους πρώτους δίσκους των Manic Street Preachers. Κάποιο βράδυ ο Μανόλης πήρε το Θάνο παράμερα και του πρότεινε να συνεργαστούν. «Ετοιμάζω έναν κύκλο τραγουδιών», είπε. «Θα βγει μόνο βινύλιο. Για την πρώτη πλευρά θα μελοποιήσω κείμενα Βέλγων Καταστασιακών. Θέλεις να γράψεις στίχους για τη δεύτερη;» Ο Θάνος το συρραπτικό δεν είχε όρεξη για μπλεξίματα. Δικαιολογήθηκε ότι δήθεν δεν προλάβαινε με το μυθιστόρημα και ξέκοψε τα πολλά-πολλά μαζί του. Το φαξ έκανε μια-δυο απόπειρες να τον πείσει, αλλά μετά θύμωσε και τα παράτησε. Μια που η δουλειά ήταν εύκολη και δεν είχε παρτίδες με κανέναν, ο Θάνος συγκεντρώθηκε στο βιβλίο. Έβαλε πρόγραμμα: τις καθημερινές έγραφε από τις έξι ως τις έντεκα -διάλειμμα στις οκτώμισι για τσάι- και τα σαββατοκύριακα διόρθωνε. Όπως ο καθένας την πρώτη φορά, ζορίστηκε να βρει εκδότη. Λάμβανε τη μία απορριπτική επιστολή μετά την άλλη. Ήταν όλες πανομοιότυπες: «Αξιότιμε κύριε, Το έργο σας διαθέτει αρετές, όμως με λύπη μας σας πληροφορούμε πως δεν είμαστε σε θέση να το εντάξουμε στον προγραμματισμό μας. Σας ευχόμαστε ολόψυχα κάθε επιτυχία στη συνέχεια της προσπάθειάς σας. Με τιμή,  ο Υπεύθυνος  Εκδόσεων, κος Τάδε.» Ο Θάνος φαντασιωνόταν συχνά ότι οι συντάκτες των επιστολών και οι συγγενείς τους μέχρι δευτέρου βαθμού πέθαιναν από κακοήθη εγκεφαλικά μελανώματα. Κρέμασε ένα χαρτόνι στο δωμάτιό του, απέναντι από το κρεβάτι του, και καρφίτσωνε εκεί τα γράμματα. Ξάπλωνε με τις ώρες και τα κοιτούσε. Τον κοιτούσαν κι εκείνα, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα από έναν ελάσσονα εκδοτικό οίκο. Έκανε χλιαρές πωλήσεις, όμως πήρε συμπαθητικές κριτικές. Περιελήφθη και στην ευρεία λίστα ενός λογοτεχνικού περιοδικού για το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς. Δυστυχώς, στην τελική ψηφοφορία πάτωσε. Σύντομα ήρθε η σειρά του δεύτερου βιβλίου. Ο Θάνος μουτζούρωνε σημειωματάρια και πολύχρωμα χαρτάκια με ατάκες, ετοίμαζε περιλήψεις, σκάρωνε λεπτομερή ψυχολογικά προφίλ των χαρακτήρων του. Ήταν σε δημιουργική υπερένταση. Κι εντελώς αναπάντεχα, μέσα σ’ ένα εξάμηνο, η επιθυμία για γράψιμο χάθηκε. Εξαφανίστηκε σαν παιδάκι με υπερμεγέθη μάτια στο πίσω μέρος μισόλιτρου γάλακτος ή στον πίνακα ανακοινώσεων του Ηλεκτρικού, ενώ πας για δουλειά, και σου χαλάει τη μέρα πριν καλά-καλά ξεκινήσει. Αποφάσισε ν’ αρχίσει ψυχοθεραπεία, μήπως βρει τι έφταιγε. Επί ένα χρόνο επισκεπτόταν άπαξ εβδομαδιαίως μια ψηλόλιγνη πένα, την οποία υποψιαζόταν για λεσβία. Το συμπέρασμα της τελευταίας συνεδρίας ήταν ότι η συγγραφή δεν τον συγκινούσε πια, διότι αποδείχτηκε αναποτελεσματική άμυνα σε βαθύτερο κενό. «Καταλαβαίνετε;». Η γιατρός έσκυψε ελαφρά προς το μέρος του. Μιλούσε συλλαβιστά. «Είναι σαν ν’ αντιμετωπίζετε έναν ακρωτηριασμό με τσιρότο. Ο ίδιος σας ο εαυτός σας στρέφει πλέον αλλού», είπε και τίναξε έναν ανύπαρκτο κόκκο σκόνης από το πέτο της. Ο Θάνος ταλαιπωρήθηκε πολύ διερωτώμενος τι σήμαινε αυτό το «αλλού». Όμως ήταν σαν η σκόνη που μετεωρίστηκε στο τελευταίο τίναγμα της θεραπεύτριας από το σακάκι της να κατακάθισε πάνω του. Ο χρόνος κι η απογοήτευση βάραιναν τα βλέφαρά του, τον νανούριζαν σαν ήχος τρένου που κυλάει σε αρχαίες σιδερένιες ράγες κατευθείαν για το Υπέροχο Τίποτα. Η κοπέλα που τον άγγιζε μετατέθηκε στο Βορρά και στη θέση της ήρθε ένας χοντρούλης με τριχωτά χέρια. Αυτό τον μελαγχόλησε ακόμη περισσότερο. Με τον καιρό προτιμούσε όλο και πιο πολύ ν’ αποσύρεται στο συρτάρι ή να χαζεύει τις εναέριες τσουλήθρες των γλάρων. Η δραστηριότητά του περιορίστηκε στα απαραίτητα: δουλειά-παράθυρο-ύπνος. «Métro-Boulot-Dodo, ρεεεε!» του πέταξε όλο χολή το φαξ –η αναπνοή του μύριζε κονιάκ- από τη σκηνή του φωτοτυπικού μια Παρασκευή. Γρατσούνιζε τη «Θεία Μάρω» του Σαββόπουλου και η υπόλοιπη μπάντα –μια ζελατίνα στο μπάσο κι ένας διακορευτής στα τύμπανα– τσουλούσαν από ένα καροτσάκι του σούπερ μάρκετ, υποτίθεται ως σχόλιο στον καταναλωτισμό. Ο Θάνος του έριξε ένα βλέμμα απαξίωσης κι ούτε καν ασχολήθηκε. Είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται τη σύνταξη. Το μόνο που κάπως τον ενδιέφερε ήταν τι άραγε να υπάρχει πέρα απ’ το δεύτερο θάνατο. Τότε ήταν που στράφηκε στη θρησκεία. Η τοπική ενορία λειτουργούσε κάτω από το καπάκι του εκτυπωτή. Ήταν ένας ψηλοτάβανος χώρος, ημίφωτος και υγρός. Μέσα του ένιωθες ασήμαντος, αλλά ασφαλής. Ο Θάνος για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αναρωτήθηκε αν μια δεκαετία πριν θα τοποθετούσε ανάποδα τα δύο επίθετα γύρω από το «αλλά». Τότε είδε  ένα γέρικο κλασέρ που ξεροστάλιαζε σ’ ένα στασίδι. Του ζήτησε να τον οδηγήσει σε κάποιον ιερέα. Εκείνος τον έστειλε σ’ ένα δωμάτιο δίπλα στο καλώδιο τροφοδοσίας. Ο ιερέας καθόταν στο γραφείο του. Ήταν σαν να τον περίμενε. Του έκανε νόημα να καθίσει. «Ο τωρινός βίος είναι μια δοκιμασία», είπε. «Ο θάνατος που μας περιμένει είναι ο ύστατος, ο πραγματικός. Μετά από αυτόν θα γνωρίσουμε την αληθινή ζωή». Ο Θάνος συγκατένευε σιωπηλός. «Ο Θεός είναι εκείνο το φως πέρα στον ορίζοντα, που αναβοσβήνει κάθε νύχτα σ’ ένα μοναχικό νησάκι στη θάλασσα». Το κουρασμένο μυαλό του Θάνου γουργούρισε και ζάρωσε ανάμεσα σε καντήλια και κακοτυπωμένα φυλλάδια. Πλέον η ζωή του είχε διολισθήσει στη φάση που έπεται μιας τέλεια ανώδυνης λοβοτομής. Ήταν σαν κάποιος χειρουργός να ’χε χαράξει τον εγκέφαλό του με διαμάντι. Κι όλα ήταν ήρεμα. Ο χρόνος κυλούσε σαν να κυλούσε στη ζωή ενός άλλου. «Je est un autre», μια στις τόσες ο στίχος αντηχούσε ακόμα στο νου του, αλλά δεν θυμόταν πια πού τον είχε ακούσει. Και σταδιακά έπαψε και να τον νοιάζει. Ο Θάνος το συρραπτικό ανάπνεε διεκπεραιωτικά, μέχρι να τελειώσει το οξυγόνο του, σαν πουτάνα που περιμένει να τελειώσει ο πελάτης. Μόνο κάποιες νύχτες ονειρευόταν ότι ανέβαινε σκουντουφλώντας από την ανυπομονησία μια στριφογυριστή σκάλα, ότι έβγαινε στο δρόμο, συναντούσε την Αλεξάνδρα κι εκείνη, για μια φορά μόνο, έτσι γι’ αλλαγή, δεν του φερόταν σαν σκουπίδι.