|
Με τα τελευταία αργοπορημένα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας να καταφτάνουν αυτές τις μέρες στα γραφεία μας, μπορεί κανείς να πει ότι η φθινοπωρινή περίοδος έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, που συνήθως προηγείται χρονικά στον εκδοτικό προγραμματισμό. Η περίοδος πριν τα Χριστούγεννα, τόσο λόγω του μεγέθους της παραγωγής, όσο και λόγω του συμπιεσμένου χρόνου, αποτελεί εφιάλτη για τους κριτικούς λογοτεχνίας. Από τη μία η αγορά πιέζει για γρήγορους και χρηστικούς απολογισμούς, από τους οποίους ει δυνατόν να μην απουσιάζουν ακόμη και πολυσέλιδα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν την τελευταία στιγμή, κι από την άλλη ο κριτικός αισθάνεται έκθετος, αφού όσο καλή διάθεση και χρόνο κι αν διαθέτει, είναι πρακτικά αδύνατον να καταφέρει να διαβάσει πενήντα ή και περισσότερα βιβλία μέσα σε ένα-ενάμιση μήνα.
Για την επιλογή ορισμένων πεζογραφικών έργων της πολύ πρόσφατης παραγωγής ακολουθήσαμε λοιπόν μια σύνθετη μέθοδο, που μολονότι είναι ηθικά προβληματική, έχει εντούτοις το προνόμιο της ειλικρίνειας και του ξεκαθαρίσματος των κανόνων του παιχνιδιού. Ορισμένα από τα βιβλία που παραθέτουμε τα έχουμε διαβάσει και τα έχουμε απολαύσει, άλλα τα έχουμε διαβάσει επί τροχάδην, κι ως εκ τούτου μάλλον δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για απόλαυση, κι ορισμένα απλώς τα ξεφυλλίσαμε για να πάρουμε «μυρουδιά», βασιζόμενοι κυρίως στο λεγόμενο ένστικτο καθώς και στη μέχρι τώρα παρουσία των συγγραφέων τους.
Πορφυρό και μαύρο νήμα (Κέδρος)
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Χαβιαρά ήταν για μας η έκπληξη της σεζόν, έκπληξη που νιώθουμε κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με λογοτεχνικά έργα υψηλής αισθητικής στόχευσης και μεγάλης συγκινησιακής δύναμης. Με φόντο τη γερμανική κατοχή, και τη ζωή ενός 11χρονου σε μια φανταστική νησίδα δίπλα από τη Σαλαμίνα, ο Χαβιαράς χτίζει έναν πυκνό αφηγηματικό ιστό που μας μεταφέρει με ποιητικό ρεαλισμό και λυρισμό στα χρόνια της πείνας και της στέρησης. Και με ένα δεύτερο άλμα, μέσα από τα παραμύθια της θείας Μάρθας, τα οποία κάθε βράδυ επιστρατεύονται για να μην ακούγεται το στομάχι που γουργουρίζει ή οι φωνές των «Φρίτσηδων» από δίπλα, μεταφερόμαστε στα χρόνια του Βυζαντίου, στη μεγάλη προφορική παράδοση που συνδέει τη μια γενιά με την άλλη.
«Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που κάποιος άλλος μου είπε κάποτε, όταν κι εγώ ήμουνα κάποιος άλλος». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει το μυθιστόρημα του Χαβιαρά, με αυτά τα λόγια, ή κάποια μικρή παραλλαγή τους, ξεκινούν και τα περισσότερα κεφάλαια. Ο μικρός Βασίλης κάποια στιγμή θα ξεφύγει από τα φαντάσματά του, θα αγωνιστεί στην πραγματική ζωή για τα πραγματικά διακυβεύματα της Ιστορίας, και κάποια στιγμή, χρόνια μετά, θα επιστρέψει σε αυτά: ένας συγγραφέας γεννιέται…
Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ (Μεταίχμιο)
Συλλογή αφηγημάτων, από μια δύο σελίδες έως και καμιά τριανταριά, που ολοκληρώνεται με μια νουβέλα εβδομήντα περίπου σελίδων, το τελευταίο βιβλίο του Ελευθερίου μοιάζει κάπως με άτακτη σύναξη κειμένων του συγγραφέα-ποιητή από διάφορες εποχές. Κι από μια άποψη πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα: Κείμενα, δημοσιευμένα ή μη που έχουν γραφτεί ακόμη και τη δεκαετία του ΄60, συνυπάρχουν με κείμενα που δουλεύονται μέσα στο χρόνο, ή με άλλα που γράφτηκαν σχετικά πρόσφατα. Από αυτή την άποψη προκαλεί έκπληξη το πόσο σταθερή και αναγνωρίσιμη ακούγεται πίσω από όλα αυτά η φωνή του συγγραφέα, λες και όλο μαζί να είναι ένα μεγάλο έργο εν προόδω. Ορισμένες από τις ιστορίες κλείνουν αμήχανα, άλλες μοιάζουν απλώς αδύναμες, ωστόσο όλες μαζί στη σειρά συνθέτουν ένα ποιητικό-συμβολικό παζλ με μεγάλη αφηγηματική δύναμη. Η νουβέλα «Γλυκό κυδώνι» που κλείνει τη συλλογή, συρραφή από όνειρα, εφιάλτες και σκηνές μιας προσωπικής αποκάλυψης, συνδυασμός που στα χέρια των περισσοτέρων συγγραφέων θα κατέρρεε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, είναι από τα δυνατότερα κομμάτια της συλλογής.
Η νύχτα με τις δεκατέσσερις μέρες (Καστανιώτης)
Ο Κώστας Βούλγαρης, πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, έκανε το ντεμπούτο του στον πεζό λόγο με το θαυμάσιο «Στο όνειρο πάντα η Πελοπόνησσο», το οποίο ακολούθησαν, με πνοή και ποιητικό οίστρο, «Τα άλογα της Αρκαδίας». Στη συνέχεια, παραμένοντας στην μήτρα της έμπνευσής του, την Αρκαδία, έδωσε δύο ακόμη πεζογραφήματα, στα οποία η ρητορική διάθεση υπονόμευε την μυθοπλαστική ένταση των πρώτων έργων του. Τώρα, με το «Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες» φαίνεται να ξαναχτυπά νέα φλέβα, συνδυάζοντας περίτεχνα τους προβληματισμούς του για τον λαϊκό πολιτισμό, τους ανθρώπους του μόχθου και της εργασίας, με τις μεταμοντέρνες φορμαλιστικά επινοήσεις του. Εδώ, βάζει στο μικροσκόπιο την «χαμένη», από πολλές απόψεις, δεκαετία του 20, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Είναι η εποχή όπου ανά την Ευρώπη αναπτύσσεται ραγδαία η μαζική πεζογραφία των λαϊκών μυθιστορημάτων, με επίκεντρο την Ιταλία και τη Γαλλία. Χρησιμοποιεί το πρόσωπο ενός υπαρκτού συγγραφέα και ανθρώπου των γραμμάτων, τον Γιώργο Τσουκαλά, μέσω του οποίου οδηγείται στα χέρια του αφηγητή το ημιτελές χειρόγραφου ενός άλλου(;) συγγραφέα, που έγινε γνωστός στη Δύση με ψευδώνυμο. Το ημιτελές αυτό μυθιστόρημα, μια αφήγηση μόλις 48 ωρών από τη ζωή του συγγραφέα του το 1923, δίνει την ευκαιρία στον Βούλγαρη να υπογράψει ένα βιβλίο φρέσκο και ευρηματικό, αποδίδοντας ταυτόχρονα φόρο τιμής στον «άγνωστο συγγραφέα».
O Γιος του Μπίλυ Μπλου (Ελληνικά Γράμματα)
Δωδέκατο μυθιστόρημα της Νένης Ευθυμιάδη, φλερτάρει με τις αστυνομικής πλοκής αφηγήσεις, οι στοχεύσεις του είναι ωστόσο σαφώς ευρύτερες. Η ιστορία, σχετικά απλή αρχικά, αποκτά όλο και περισσότερες συνδηλώσεις καθώς τα διάφορα νήματα της πλοκής εξακτινώνονται σε ποικίλες κατευθύνσεις. Το μυθιστόρημα ξεκινά με την εισβολή ενός νεαρού στην ήσυχη ζωή ενός ηλικιωμένου, του Μπίλυ Μπλου, πρώην ακροβάτη και θεατρίνου, που ζει σε κάποιο απομακρυσμένο προάστιο της Αττικής. Ο νεαρός ισχυρίζεται ότι είναι ο νόθος γιος του, κι ότι ήρθε να τον βρει αφότου η μητέρα του, μόλις την προηγουμένη, πέθανε από καρκίνο. Ο παρηκμασμένος θεατρίνος, παρότι δεν πείθεται εντελώς, αφήνει τον νεαρό να παραμείνει στο αχανές κτήμα του, περισσότερο από αδράνεια και περιέργεια. Στο μεταξύ, παρακολουθούμε τις ζωές δύο ακόμη σπιτιών της περιοχής, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επηρεάζονται από την άφιξη του ιδιόρρυθμου εισβολέα, ο οποίος κυκλοφορεί αναζητώντας δουλειά ως κηπουρός. Στο μεταξύ, διάφορα παράξενα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στην περιοχή, μπλέκοντας ακόμη περισσότερο το κουβάρι των γεγονότων, ενώ στην υπόθεση μπλέκεται όλο και βαθύτερα ένας έμπιστος του μοναχικού γέρου.
Τέλος, στα βιβλία που σίγουρα έχουν ενδιαφέρον αν και ίσα που προλάβαμε να τα ξεφυλλίσουμε συγκαταλέγονται οι Χάρτες του Γρηγόρη Γρηγοριάδη (Πατάκης), η Μεγάλη Άμμος του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (Κέδρος), ο Οστεοφύλαξ του κύπριου ποιητή Μάριου Μιχαηλίδη (Μεταίχμιο) και βέβαια το Πανδαιμόνιο του Κώστα Ακρίβου (Μεταίχμιο).
*Ο Κώστας Κατσουλάρης
είναι συγγραφέας και βιβλιοκριτικός.
kostas.katsoularis@gmail.com |