2005-2012, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α'
Σας ευχαριστούμε
ΑRTA PRESS


Προύστ ή Σούπερμαν;

Δημοσίευση: 27-11-2007 - Στήλη: Βιβλίο - Τεύχος: Τέυχος 26 (Νοέμβριος 2007)




Τι είναι η Θεωρία; Ποιο θέμα πραγματεύεται και τι σημαίνει να ισχυρίζεται κανείς ότι βρισκόμαστε σε μια επoχή «μετά τη Θεωρία»; Ένας τρόπος να προσεγγίσει κανείς ένα βιβλίο σαν και τούτο είναι να ξεκινήσει από την αμηχανία που προκαλεί ο τίτλος του. Οι ζηλωτές της Θεωρίας, άλλωστε, όπως και οι Αντιθεωρητικοί, έχουν επιδείξει εξαιρετική επινοητικότητα στους τίτλους των έργων τους, συχνά μεγαλύτερη κι από τους λογοτέχνες. Η πρώτη αίσθηση από έναν τέτοιο τίτλο είναι ότι του λείπει μια λέξη, ένας επιθετικός προσδιορισμός, λες κι ο δαίμων του τυπογραφείου «χτύπησε» στο εξώφυλλο. Για ποια «θεωρία», πρόκειται; Και γιατί αυτή η θεωρία γράφεται τόσο συχνά με κεφαλαίο («Θεωρία»), λες και διατηρεί μια ιδιαίτερη συμβολική σχέση με το... αιώνιο; Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο αμφίσημα αν κοιτάξει κανείς τον πρωτότυπο, αγγλικό τίτλο («After Theory»), ο οποίος, ειρρήσθω εν παρόδω, δεν είναι καν «πρωτότυπος» (βλ. V. Cunningham, «After Theory: Literary theory in Britain Now»), κι ο οποίος ελεύθερα θα μεταφραζόταν και ως «σύμφωνα με τη Θεωρία». Παράξενα πράγματα...
Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημά μας δίνεται, εμμέσως, από την ίδια την εργογραφία του Τέρι Ίγκλετον. Παρότι πολυσύνθετος διανοούμενος, με ευρύτατη παιδεία και άποψη για μια σειρά ζητημάτων που άπτονται του επιστητού, το πιο διάσημο ίσως έργο του είναι εκκλαϊκευτικό και εισαγωγικό: πρόκειται για την περίφημη «Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας» (μτφρ. Δ. Μαυρωνάς, Οδυσσέας 1989). Συγκρίνοντας τον τίτλο εκείνου του βιβλίου με τούτο, που κυκλοφόρησε στη Βρετανία το 2000, διαπιστώνει κανείς ότι στα πράγματα για τα οποία μας μιλάει ο Ίγκλετον έχουν επιτελεστεί δύο σημαντικές μετατοπίσεις-εξελίξεις: πρώτον, από αυτό που κάποτε ονομαζόταν Λογοτεχνική Θεωρία (και που είχε, σε θεωρητητικό πάντοτε επίπεδο, καταλάβει τη θέση της Φιλολογίας) έχει εκλείψει η συνιστώσα «λογοτεχνική», που της έδινε μια πιο συγκεκριμένη ταυτότητα (και που την περιόριζε). Δεύτερον, ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια ιστορική φάση «μετά» από την εξέλιξη που μόλις περιγράψαμε, έστω κι αν για να την περιγράψουμε έχουμε ανάγκη ακόμη από τον θεωρητικό λόγο (after theory με την έννοια του «σύμφωνα με τη θεωρία»). Κι επίσης, ότι αυτό το «μετά» δεν αφορά μονάχα τη λογοτεχνική θεωρία αλλά και το θεωρητικό μόρφωμα που τη διαδέχτηκε και που ακούει στο όνομα Πολιτισμική Θεωρία.
Όχι τυχαία, λοιπόν, τα πιο ενδιαφέροντα, καλογραμμένα και διαυγή κεφάλαια του βιβλίου είναι χωρίς αμφιβολία εκείνα στα οποία ο Ίγκλετον αναλύει το πρόβλημα με το οποίο θα ασχοληθεί, δίνοντας ταυτόχρονα μια σειρά από ορισμούς και περιγραφές κεντρικών εννοιών του θεωρητικού λόγου. Στο πρώτο μισό του βιβλίου επιδίδεται σε μια πνευματώδη αναδρομή στους όρους γέννησης της πολιτισμικής θεωρίας, στην ακμή της στις δεκαετίες του 60 και του 70, φτάνοντας μέχρι τη σημερινή παρακμή της (που, κατά την άποψή του οφείλεται στην επικράτηση του μεταμοντερνισμού, τόσο ως «λόγου» όσο και ως «κατάστασης»). Η αιχμή της ανάλυσής του επικεντρώνεται στη ριζοσπαστική, πολιτικά και κοινωνικά διάσταση της πολιτισμικής θεωρίας. Η απελευθερωτική δύναμη της κουλτούρας, η ανάδειξη στο προσκήνιο της σεξουαλικότητας, της έμφυλης ταυτότητας, του σώματος και της επιθυμίας, η κριτική της πατριαρχίας, της εμπορευματοποίησης, του καταναλωτισμού, της «κοινωνίας του θεάματος», υπήρξαν αναπόσπαστο τμήμα ενός συνολικού, ριζοσπαστικού πολιτικά, ρεύματος. Ριζοσπαστιμός που εγκαταλείφθηκε τις δεκαετίες του 80 και του 90 (οπότε και «κυριαρχούν» κατά κόρον οι cultural studies στα Πανεπιστήμια), με αποτέλεσμα ο πολιτικά ρυξικέλευθος και κοινωνικά αιρετικός χώρος της κριτικής θεωρίας να εξελιχθεί σε μια γενικευμένη απολιτίκ μελέτη φαινομένων της κουλτούρας: εφεξής, είτε πρόκειται για τον Σούπερμαν, τη Δυναστεία ή τον Προυστ, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά· όλα κυκλοφορούν ισότιμα μέσα στο μεγάλο σουπεμάρκετ της κουλτούρας.
Λιγότερο διαυγές είναι το δεύτερο μέρος του βιβλίου, θεωρητικά το σημαντικότερο. Επιχειρώντας να ξαναφέρει στην επικαιρότητα, με δραστικό τρόπο, έννοιες που ο μεταμοντέρνος σχετικισμός έχει θέσει προ πολλού εκτός κυκλοφορίας (αλήθεια, ηθική, αντικειμενικότητα), ο Ίγκλετον δεν αποφεύγει στιγμές στιγμές τη σύγχυση. Οι ίδιες οι αρετές του ως διανοούμενου, η επιθυμία του να συνδέει πάντοτε τον θεωρητικό λόγο με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, με την υλική διάσταση της ζωής, καθώς και ένα βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης, τον παρασύρουν ενίοτε σε απλουστευτικές διατυπώσεις. Επιπολαιότητες για τις οποίες δικαίως κατηγορεί τους άλλους (π.χ. είναι απολαυστικός όταν κατακρίνει τους αθεϊστές ότι έχουν κατασκευάσει μια θρησκεία στα μέτρα τους ώστε να την απορρίπτουν με ευκολία), εμφιλοχωρούν και στις δικές του αναλύσεις, ειδικά όταν κατεδαφίζει συλλήβδην, και σε δύο αράδες, ολόκληρα συστήματα σκέψης.
Από την άλλη, σε αυτό έγκειται και η μεγαλύτερη αρετή του βρετανού διανοητή: η ικανότητά του να συμπυκνώνει και να κάνει κατανοητές, συχνά με τη χρήση ενός ευφυούς παραδείγματος απο την καθημερινή ζωή ή την ποπ κουλτούρα, θεωρητικές έννοιες για τις οποίες άλλοι χρειάζονται τόμους ολόκληρους – συχνά, απλώς και μόνο για να τις συσκοτίσουν. Οι μαρξιστική συνιστώσα της σκέψης του αποτελεί σ’ αυτόν ένα είδος κρυφού άσου που ανασύρει κάθε τόσο από το μανίκι του για να προωθήσει τη συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα – κι όχι πιο πίσω, όπως οι περισσότεροι όταν επικαλούνται τον Μαρξ. Τέλος, είναι ένας μάστορας του λόγου, της γραφής, ένας λάτρης του στιλ, ο οποίος επιτυγχάνει, μέσα από τη διαπραγμάτευση «βαριών» ζητημάτων, να προκαλεί ακόμη και το χαμόγελο. Θα μπορούσε ποτέ η απανταχού βαλλόμενη Θεωρία να βρει αποτελεσματικότερο υπερασπιστή;

*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ
είναι συγγραφέας και
βιβλιοκριτικός.
kostas.katsoularis@gmail.com